Η ανά χείρας δοκιμή δεν επιχειρεί να παράσχει απαντήσεις για το νόημα του εαυτού. Αποδίδει, όμως, κατά το δυνατόν, μια συζήτηση που επεισέρχεται, ενδεικτικά και μόνο, στο χώρο της θεολογίας και της φιλοσοφίας, προκειμένου να δεξιωθεί όψεις του εαυτού κατά την ανωτέρω θεώρηση. Προβάλλει, δηλαδή, το ανθρωπολογικό μοντέλο με βάση τη διαλεκτική που αναπτύσσεται μεταξύ ενός μεταμοντέρνου φιλοσόφου και ενός θεολόγου και ποιητή του Βυζαντίου. Δεν παραμένει, όμως, σε αυτά τα όρια. Προσπαθεί να θέσει νέα ερωτήματα, τα οποία αναδεικνύουν διαρκώς την υπαρξιακή αναζήτηση του σύγχρονου ανθρώπου, προβάλλοντας τη ρήξη με τη βεβαιότητα.
Σε αυτή τη δοκιμή αφέθηκαν οι επιστήμες της ψυχής μέχρι να ρευστοποιηθεί και το τελευταίο όριο του εαυτού. Αυτή η προσπάθεια παραδόθηκε στην κύρτωση μιας ανένταχτης πορείας, αφαιρώντας ταυτόχρονα όλη την έκτασή της. Η αμφιβολία και η υποψία, η εκκρεμότητα και η απορία, ως εργαλεία συζήτησης, τίθενται ως εγγενή γεννήματα-παρακολουθήματα αυτής της προσπάθειας, αναιρώντας διαρκώς τις εγγενείς βλέψεις μιας ομοιότροπης κίνησης του ανθρώπου. Καρπός αυτής της πρότασης φαίνεται να είναι η αδυναμία να αποτιμηθεί διεξοδικά κάθε εντελέχεια, που προκύπτει κατά την αναζήτηση της ύπαρξης. Εκείνο που μένει, τελικά, ...μοιάζει να `ναι το απείκασμα μιας στιγμής, που μας αφήνει πάντα σιωπηλούς.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]