Με τον τρίτο τόμο των Απάντων η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ μπαίνει στο χώρο εκείνο που είναι επικίνδυνος και για τη ζωή του ανθρώπου και για την ποίηση: το χώρο της ξηρασίας. Ενώ εξωτερικά η αλλαγή δεν είναι τεράστια - η φύση πάντα πρωταγωνιστεί, παρηγορεί βέβαια τώρα πια πιο πολύ παρά ενθουσιάζει - , η ποιήτρια ξέρει πως η ώρα του μεγάλου στοιχήματος πλησιάζει: έγινε, μπορεί να γίνει η μετουσίωση όλης αυτής της ταραχής, της συγκίνησης, του έρωτα, της νιότης σε κάτι που θα μπορούσε να είναι νόημα ή βαθύτερη αίσθηση των πραγμάτων ή ακόμα και σοφία; Κι ίσως εδώ - στη Γιαννούσα («Μια άνοιξη για τη Γιαννούσα»), που κάθεται ακίνητη προσπαθώντας να συλλάβει το παρόν της - σ’ αυτά τα ποιήματα να υπάρχει κάτι πιο δύσκολο κι απ’ το θάνατο: ο χώρος, ο χρόνος που μεσολαβούν ως τότε. Έτσι, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ εφευρίσκει μια χώρα, τη Λυπιού, για να πηγαίνει όταν είναι «βαθιά λυπημένη», ενώ, σηκώνοντας τα μάτια ψηλά στον Holderlin, στον Σολωμό, κάτι ελπίζει να διδαχτεί. Κι ακόμη ελπίζει αυτό που λέει η Πηνελόπη (Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης) στον πρώτο τόμο, πώς ό,τι χάνει σε αφή κερδίζει σε ουσία.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]