Ο Τσαζ Γουίλμοτ κατέχει άριστα τις τεχνικές ζωγραφικής των παλιών μεγάλων δασκάλων -του Λεονάρντο, του Γκόγια, του Γκέινσμπορο-, αλλά αυτό το στυλ δεν έχει πια πέραση. Έτσι, φυτοζωεί φτιάχνοντας απομιμήσεις για διαφημίσεις και εξώφυλλα περιοδικών. Ώσπου αναλαμβάνει την αποκατάσταση μιας νωπογραφίας του Τιέπολο σ` ένα βενετσιάνικο παλάτσο και η εκπληκτική δουλειά του τραβά την προσοχή του Βέρνερ Κρεμπς, ενός εμπόρου τέχνης με σκοτεινό παρελθόν και ακόμη πιο ύποπτο παρόν. Με την υποστήριξη του Κρεμπς, ο Γουίλμοτ δουλεύει πια απερίσπαστος. Οι δημιουργικές του εκρήξεις, όμως, αρχίζουν να συνοδεύονται από αλλόκοτα διαλείμματα: ξαναζεί στιγμές από το παρελθόν του -όχι ως αναμνήσεις, αλλά σαν να συμβαίνουν πάλι από την αρχή. Και σύντομα, δεν ξαναζεί καν το δικό του παρελθόν- ταξιδεύει στο δέκατο έβδομο αιώνα, με την αίσθηση ότι είναι ο Βελάσκεθ κι έχει δημιουργήσει ένα αριστούργημα, ένα εκπληκτικό γυμνό. Κι όταν ο πίνακας εμφανίζεται πραγματικά, ο Γουίλμοτ δεν ξέρει αν τον ζωγράφισε εκείνος ή αν φαντάστηκε αυτή την ιστορία. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]