Ο αναγνώστης θα μπορούσε να αναρωτηθεί γιατί μεταφράζουμε ένα έλασσον έργο ενός άγνωστου στο ελληνικό κοινό και γενικότερα μάλλον λησμονημένου Αμερικανού φιλοσόφου, τη στιγμή που κλασικά έργα του φιλοσοφικού στοχασμού παραμένουν ακόμα αμετάφραστα. Ο πρώτος λόγος είναι ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ρηξικέλευθο, απολαυστικό και ταυτόχρονα προκλητικό κείμενο, από αυτά που σπάνια συναντάμε στο χώρο της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας. Ο Blanshard αναλαμβάνει να εκθέσει δημόσια, χωρίς να του λείπει το χιούμορ, η τεκμηρίωση και το κατάλληλο υπόβαθρο, θέσεις που οι παροικούντες στη φιλοσοφική Ιερουσαλήμ αρκούνται να διατυπώσουν μόνο σε κατ` ιδίαν συζητήσεις. [...]
Ο δεύτερος και περισσότερο πρακτικός λόγος σχετίζεται με το ίδιο το -αναμφίβολα ασυνήθιστο- θέμα του ανά χείρας δοκιμίου. Μπορεί να διαβαστεί ως ένας ελκυστικός -μια και του λείπει ο συνήθης σε τέτοια κείμενα διδακτισμός- οδηγός για την επίτευξη μεγαλύτερης σαφήνειας στο φιλοσοφικό και γενικότερα στο θεωρητικό νεοελληνικό λόγο. Μολονότι η δομή της ελληνικής γλώσσας διαφέρει από εκείνη της αγγλικής, πολλά από τα φαινόμενα που στιγματίζει ο Blanshard δεν είναι άγνωστα σε μας. [...]
Ο τρίτος λόγος είναι ότι ο Blanshard μας προτείνει ένα ήθος και ένα μέτρο φιλοσοφικής σκέψης και γραφής που καθίσταται ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο σε μια εποχή που ο φιλοσοφικός λόγος φαίνεται να αναζητά απεγνωσμένα ερείσματα είτε στο φορμαλισμό των θετικών επιστημών είτε στη ρευστότητα της μυθοπλασίας. Μας υποδεικνύει, ενάντια σε όσους αρέσκονται να παράγουν έναν εγωκεντρικό και απροσπέλαστο λόγο, ότι το ύφος δεν είναι μόνο ζήτημα αισθητικής αλλά και ηθικής, με την έννοια του σεβασμού και της αναγνώρισης του πραγματικού αναγνώστη. Εικάζουμε ότι, εάν υπήρχε η δυνατότητα να ξαναγράψει σήμερα το `Περί του φιλοσοφικού ύφους`, θα εξέφραζε τις ίδιες θέσεις αλλά ίσως με εντονότερο τρόπο και με διαφορετικά παραδείγματα, καθώς η κατάσταση ως προς τα ζητήματα που θίγει έχει επιδεινωθεί διεθνώς τα τελευταία πενήντα χρόνια. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]