«Το ζήτημα της αναζήτησης θεωρητικών βάσεων για τη διδασκαλία δεν ήταν ποτέ ανεπίκαιρο, σήμερα όμως το σχετικό ενδιαφέρον έχει κορυφωθεί. Οι εξελίξεις σε όλες τις επιστημονικές περιοχές που συνδέονται με την εκπαιδευτική διαδικασία και, παράλληλα, η απόσταση που εξακολουθούν να διατηρούν από την καθημερινή εκπαιδευτική πράξη, είναι κάτι που προβληματίζει ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό μελετητών και εκπαιδευτικών. Επόμενο είναι λοιπόν να αναζητούνται οι λόγοι που αναστέλλουν την ανάπτυξη μιας δυναμικής σχέσης ανάμεσα στην επιστημονική γνώση και τη διδακτική πράξη. Σχέση η οποία θα ανανέωνε δραστικά την τελευταία και, κατά συνέπεια, θα διεύρυνε τον επαγγελματισμό των εκπαιδευτικών. (...) Τα μελετήματα του ανά χείρας τόμου μπορεί να μη σχεδιάστηκαν για να συσσωματωθούν και να προέκυψαν σε διαφορετικές περιστάσεις που τις κατηύθυναν ποικίλοι παράγοντες. Το νήμα όμως που τα διατρέχει είναι κοινό. Θα μπορούσε να συνοψιστεί στη θέση του Habermas, από το δοκίμιό του `Γνώση και διαφέρον`: Αυτό που τελικά παράγει έναν επιστημονικό πολιτισμό δεν είναι το πληροφοριακό περιεχόμενο των θεωριών, αλλά η διαμόρφωση μιας συνειδητοποιημένης και διαφωτισμένης συμπεριφοράς ανάμεσα στους ίδιους τους θεωρητικούς. Θα προσέθετα... και ανάμεσα στους ίδιους εκπαιδευτικούς, εφόσον αυτοί εννοούνται όχι ως διεκπεραιωτές αλλά ως οι αποφασιστικότεροι συντελεστές μιας έλλογης και δημιουργικής εκπαιδευτικής σχέσης και διδακτικής πράξης».
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]