Η συλλογή και καταγραφή των παροιμιών, που δημοσιεύονται στον τόμο αυτό έγινε σ` ένα μακρό διάστημα από το 1952 μέχρι σήμερα (1988) σχεδόν, και παράλληλα με τη συλλογή και του άλλου λαογραφικού υλικού της Λευκάδας. Πρέπει να πω πως το θέμα δε με επίεζε και πολύ και έτσι, προγραμματισμένα, ενεργούσα με άνεση, προσέχοντας πολύ στην επισήμανση εξοβελιστέων, ξένων, κυρίως λόγιων, στοιχείων, ώστε να αποφεύγεται η νόθευση του τοπικού υλικού. Κι αυτό γιατί από τα μαθητικά θρανία του δημοτικού ακόμα θυμάμαι πως πολλές `παιδευτικές` παροιμίες και `γνωμικά` `πλούτιζαν` και στην ουσία νόθευαν το αποθησαύρισμα της λαϊκής σοφίας. Το ίδιο επικίνδυνες για κάποια νόθευση ήταν και οι διάφορες χρηστομάθειες, απ` τις οποίες αποστηθίζονταν, και δεν ξεχνιούνταν, `λόγια σοφά` που συνδυάζονταν με τις τοπικές παροιμίες, πειστικά τις πιο πολλές φορές.
Οπωσδήποτε η καταγραφή μου γινόταν πάντα κατευθείαν από το στόμα των Λευκαδίων -χωρικών κυρίως- και πάντα περιπτωσιακά. Όπου και όταν τύχαινε: στο δρόμο, στο σπίτι, στο καφενείο, στο λεωφορείο, στο Γυμνάσιο όπου δίδασκα, οπουδήποτε άκουγα μια παροιμία τη σημείωνα αμέσως επακριβώς και την έβανα στη θέση της. Γιατί εδώ δεν συμβαίνει ό,τι με την καταγραφή του άλλου λαογραφικού υλικού, που έχει σχέση με το λόγο, όπως είναι π.χ. τα Δημοτ. τραγούδια, οι λαϊκές ιστορίες, οι παραδόσεις κ,λπ. Αυτά μπορείς να τα ζητήσεις από κάποιον να σου τα πει, αν ξέρει. Με τις παροιμίες, όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο. Πρέπει να τις ακούσει κανείς πάνω στο λόγο, να βγαίνουν αυθόρμητα και φυσικά, σε συνδυασμό με τη συλλογιστική της στιγμής, προσέχοντας ξεχωριστά και στο προοίμιο που τη συνοδεύει και στην ερμηνεία που της δίνεται.
Αυτό ιδιαίτερα το τελευταίο έχει ξεχωριστή σημασία για την πιστή απόδοση του νοηματικού περιεχομένου του παροιμιακού λόγου. Γιατί πρέπει να ειπωθεί, πως η ερμηνεία πολλών παροιμιών δύσκολα δίνεται σωστά, όταν αυτές είναι ξεκομμένες από το φυσικό λόγο του συζητητή. [. . .]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]