Οι παραδοσιακοί χοροί, ως μια από τις πιο ζωντανές εκφράσεις του Λαϊκού μας Πολιτισμού, σαφώς εντάσσονται στον χώρο της Λαϊκής Δημιουργίας, που αναπτύσσεται και καλλιεργείται με περιοδικές ή συστηματικές ατομικές ή ομαδικές χορευτικές δραστηριότητες. (. . .) Τα πολλά χορευτικά συγκροτήματα, που δημιουργήθηκαν, ως γεννήματα της σύγχρονης κοινωνικής εξέλιξης, καθώς και οι χιλιάδες νέοι και ηλικιωμένοι, που αναπτύσσουν χορευτικές δραστηριότητες, έγιναν οι νέοι Φορείς αλλά και οι βασικοί συντελεστές της ελληνικής μουσικο-χορευτικής παράδοσης. Ταυτόχρονα όμως μαζί με τους χορούς αναβιώνουν και αναπαράγουν και ένα μέρος του κοινωνικού οικοδομήματος των παραδοσιακών αξιών αν και συνήθως η καλλιέργεια των χορών γίνεται, κυρίως, με βάση το κινησιολόγιο, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την άσκηση ή μετάδοσή τους χωρίς την αίσθηση και επίγνωση των κοινωνικών συνθηκών και προϋποθέσεων που τους δημιούργησαν. Αυτό αποτελεί ένα από τα κύρια σοβαρά προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι χοροί και που θα μπορούσε να βελτιωθεί, ίσως, με την ευρύτερη θεωρητική διερεύνησή τους σε βάθος, ώστε να αποδοθεί πλήρως και να κατανοηθεί καλύτερα η ουσία και το περιεχόμενό τους. Ωστόσο η ελλιπής θεωρητική επεξεργασία αποτελεί ένα από τα κυριότερα σύγχρονα προβλήματα των χορών και χαρακτηρίζεται από την απουσία μιας ολοκληρωμένης επιστημονικής γνώσης. Το μεγάλο αυτό κενό έρχεται να καλύψει, κατά ένα μέρος, ο συλλογικός αυτός τόμος, στον οποίο θίγονται, ορισμένες μόνο, θεωρητικές παράμετροι, σε μια επιστημονική βάση. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]