Ο Αγ. Γρηγόριος Νύσσης διακρίνει πρωτίστως την άκτιστη θεία φύση από την έγχρονη κτιστή πραγματικότητα, η οποία δημιουργείται δια των ενεργειών του Θεού, δηλαδή εκ του μη όντος (και όχι εκ του μηδενός). Αυτό φανερώνει την ετερουσιότητα των κτιστών όντων από την άκτιστη ουσία του Θεού, πράγμα που συνεπάγεται την αλλοιώτική τους πορεία. Η υποστατική διάκριση εξάλλου της μίας ουσίας του Θεού ως ο τρόπος υπάρξεως της αυτής ουσίας δεν πρέπει να συγχέεται με την οντολογική διαφορά κτιστού και ακτίστου, που σημαίνει διαφορά μεταξύ δύο οντολογικών περιοχών. Η ομοουσιότητα της Αγίας Τριάδος συμπεραίνεται από την ενιαία βούληση και την κοινή ενέργεια, ενώ η διάκριση των προσώπων γνωρίζεται από το δημιουργικό και αναδημιουργικό έργο του τριαδικού Θεού. Έτσι η γένεση και η διατήρηση της κτιστής φύσεως στο Είναι οφείλεται στο βαθμό της μετοχής της στις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Η μετοχή αυτή πραγματοποιείται δια του νοός του ανθρώπου, που ως το κατ` εικόνα του Θεού στον άνθρωπο οδηγεί την ανθρώπινη φύση και την εκπροσωπούμενη από αυτήν άλογη κτιστή πραγματικότητα, στη μέθεξη της ακτίστου θείας ενεργείας. Κατ` αυτόν τον τρόπο κατορθώνεται η υπέρβαση του μονιστικού υλοζωισμού και του διαρχικού συστήματος της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας. Το γεγονός όμως ότι η ουσία είναι απρόσιτη, αμέθεκτη και ακατάληπτη από τα κτιστά όντα δεν σημαίνει αγνωσία του Θεού. Η γνώση του κατορθούται μέσω των θείων ενεργειών του και πραγματοποιείται δια του νοός και των αισθήσεων του ανθρώπου. Η γνωστική αυτή δυνατότητα παρέχεται μόνον μέσα στην Εκκλησία και στο πρόσωπο του Ι. Χριστού, και σημαίνει για τον Αγ. Γρηγόριο μετοχή. Γι` αυτό η γνώση δεν είναι μια απλή γνωστική διαδικασία της διασκεπτικής ικανότητος του ανθρώπου, αλλά οντολογική αλλοίωση του κτιστού από το άκτιστο, η οποία θεμελιώνεται πάνω στην έλλογη πίστη. Αυτόν τον πραγματικό, κατά τον Αγ. Γρηγόριο, χαρακτήρα της γνώσεως του ακτίστου από το κτιστό, και της μετοχής του κτιστού όντος στη ζωοποιό, αγαθή και άκτιστη ενέργεια προσπαθεί να παρουσιάσει κατά συστηματικό τρόπο η παρούσα εργασία, τονίζοντας συγχρόνως την αδυναμία προσεγγίσεως, καταλήψεως και περιγραφής της ουσίας του Θεού.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]