Αν αρκεστούμε στο συμπέρασμα πως το "Ουρλιαχτό" είναι απλά και μόνο το ποιητικό μανιφέστο της Μπητ Γενιάς, τότε έχουμε χάσει αυτόματα την εμπειρία ενός απ` των σπουδαιότερων δειγμάτων της μοντέρνας ποίησης. Το ποίημα διαθέτει μια πρωτόγνωρη για την εποχή του (κι όχι μόνο) ελευθερία στο λόγο και μια ασυνήθιστη ρητορική φόρμα, ξεχωρίζοντας από την κυρίαρχη γραμμή της αμερικάνικης ποίησης που απ` τα χρόνια του Ουΐτμαν μέχρι σήμερα λίγοι ποιητές κατάφεραν να την κρατήσουν στη ζωή (όπως ο Πάουντ, ο Κάμμινγκς, ο Κρέην, ο Ουίλλιαμς, ο Κέρουακ, ο Νορς, κ.ά.). Ο Γκίνσμπεργκ χρησιμοποιεί την αδιέξοδη ψυχική και ιδεολογική ήττα για να μας εισάγει σε μια -την εποχή της γραφής του ποιήματος- ανώριμη, μα επείγουσα και συνειδητοποιημένη αντίδραση ενάντια στο στημένο παιχνίδι τόσο της ποίησης, όσο και της ίδιας της ζωής. Ήττα που προσδιορίζει καθοριστικά τον μεταμοντέρνο κόσμο. Ο Γκίνσμπεργκ ήρθε σε άμεση ρήξη με όλες εκείνες τις δυνάμεις που εξαντλούν και δυναστεύουν απανταχού το πνεύμα της ίδιας της ζωής. Η ποίησή του ήταν η χειμαρρώδης έκφραση εκείνου που ο ίδιος ονόμαζε "Αδιαχώριστη συνείδηση", της απόλυτης συγχώνευσης του παραλόγου με την φαντασία και του προφητικού πνεύματος του ποιητή με τη σοφία της καθημερινής εμπειρίας. Όλα εκείνα που συνθέτουν αυτό που κοινά ονομάζουμε ευαισθησία και αντιληπτικότητα, απ` τον συνειδητό ως τον ασυνείδητο χώρο, είναι ο Κρανίου Τόπος του ποιητή, το Πεδίο του Λόγου του. [...]
(από την εισαγωγή του βιβλίου)