Σ` ένα βιβλίο με φωτογραφίες καί κείμενο, θα περίμενε κανείς ίσως μια σχέση αμεσότητας ανάμεσα στα δύο μέρη καί, ενδεχομένως, την υπαγωγή του ενός στο άλλο. Εδώ ή πρόθεση, τουλάχιστον, δεν είναι αυτή: δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στο χώρο, δυο διαφορετικοί τρόποι-δοκιμές να κατοικείς καί να σκέφτεσαι τον κόσμο έρχονται σε επαφή, μπλέκονται, απομακρύνονται, καί συστήνουν εντέλει ένα διπλό βλέμμα. Πρόκειται για μια αντίληψη που βασίζεται σε μια συνενοχή καί μια συγγένεια. Κείμενο. Φωτογραφία. Συνευρέσεις υπόγειες. Το ένα είδος δεν αποτελεί σχολιασμό ή εικονογράφηση του άλλου. Το ένα δεν αναπαράγει το άλλο. Καί τα δύο παραπέμπουν απλώς. Δεν συμπεραίνουν. Η φωτογραφία, ξεκινώντας από το πραγματικό, απομονώνει στοιχεία του, αφαιρεί κάποια άλλα, προκειμένου να κάνει απτό το φανταστικό δράμα του φωτογράφου. Το κείμενο έχει αφετηρία τον φανταστικό κόσμο του συγγραφέα καί επινοεί πραγματικά στοιχεία για να τον αποδώσει. Καί στα δύο, πραγματικοί καί φανταστικοί τόποι συνυπάρχουν, συμφύρονται καί αλληλοαναιρούνται, εισχωρούν στην απουσία, ακυρώνουν την αντίθεση ανάμεσα στο αληθινό καί το ψευδές. Ο φωτογραφικός χρόνος αιχμαλωτίζει τη στιγμή, αγγίζει άπαξ το πραγματικό, αλλά το υπερβαίνει μέσα από τη νέα πραγματικότητα της εικόνας. Ο χρόνος του κειμένου παρεισδύει στο παρελθόν, το παρόν καί το μέλλον αδιακρίτως, αλλά τελικά συναιρείται στο χώρο του φανταστικού. Δυο τρόποι πού ό ένας αφουγκράζεται τον άλλον, καί τον ερμηνεύει αυθαιρετώντας. Κι ένας τρίτος πού υπεισέρχεται εκ των υστέρων, για να αυθαιρετήσει κι αυτός με τη σειρά του, στήνοντας το υπάρχον υλικό στον περιορισμένο χώρο ενός βιβλίου. Άλλη μια συνενοχή. Ένα τριπλό βλέμμα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]