Οι άγγελοι δεν κουράζονται ποτέ να περπατούν στα σύδεντρα και τις αλέες, στις ράγες και στους σταθμούς, στην άσφαλτο και στους πεζόδρομους, στις αυλές, στα προάστια, στις ανισόπεδες διαβάσεις, στα τούνελ, στις προκυμαίες. Κάποτε στέκονται και κοιτούν με γαλήνη το έργο της πορείας τους πάνω στην ταπεινή γη. Είναι πιο σαγηνευτικό απ` ό,τι έβλεπαν κυκλοφορώντας μέσα στο γαλάζιο και τους υδρατμούς. Αισθάνονται να χουν για λίγο χαμηλώσει απ` την υπεροπτική θέση του θεϊκού ταχυδρόμου και του ψυχοπομπού. Νιώθοντας ισότιμοι με τους θνητούς, σχεδόν αδέρφια τους, γεμίζουν από στοργή και αγάπη ακόμα και για τα πιο άσημα χαμόδεντρα. Ακόμα και για τις πιο ψυχρές κατασκευές της τεχνολογίας. Ακούγεται μια μουσική από τους ήχους των αεροπλάνων και τη βουή των αυτοκινητόδρομων σαν πανδαισία. Ο ορίζοντας κατακόκκινος αναφλέγεται. Τότε γράφεται η τελευταία σελίδα της επίγειας περιπλάνησης. Οι άγγελοι πια δεν περπατούν. Ανεβαίνουν ξανά στα ουράνια, ανεβαίνουν σιγά τους αναβαθμούς μιας αόρατης κλίμακας. Στρέφονται και αποχαιρετούν την καθημερινότητα, που χάρη στον περίπατο τους μεταμορφώθηκε σε μυστήριο θαύμα. Κι όλα γίνονται όπως πριν. Ο έρωτας κι ο θάνατος συμβασιλεύουν. Κι οι άγγελοι χάνονται ψηλά μέσα στο δειλινό που λογαριάζεται σαν ένα από τα ωραιότερα του κόσμου, αφήνοντας πίσω τους τον απόηχο από μια λεπτή, σχεδόν σβησμένη, μουσική. Ξαφνικά τότε αρχίζει να χιονίζει χαρτιά. Χιλιάδες χαρτιά όπου πάνω τους είναι αποτυπωμένα με λέξεις περίεργα εικονίσματα. Κι οι άνθρωποι τα μαζεύουν και τα διαβάζουν σαν λασπωμένες και άχρηστες προκηρύξεις. Ή σαν χαμένα χειρόγραφα που τα σκορπίζει του κόσμου η περιφρόνηση.
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]