Με κατακτημένη πλέον και αναγνωρίσιμη την ποιητική της φωνή, η Ευτυχία - Αλεξάνδρα Λουκίδου καταθέτει έναν λόγο υπαρξιακό και κατεξοχήν βιωματικό. Διαθέτοντας σταθερή ενότητα ύφους, κινείται γύρω από έναν αφηγηματικό πυρήνα, όπου το ποιητικό "εγώ" παρατηρεί τον απελπισμένο αγώνα της υλικότητας του όντος να εναντιωθεί στο αμετάκλητο. Η πορεία προς το θάνατο καταγράφεται καταλεπτώς σε όλες τις λεπτές αλλά και επώδυνες αποχρώσεις της, μια διαδρομή στην οποία συνειδητά η ίδια βάζει το μαχαίρι ως το κόκκαλο, αποφεύγοντας ωστόσο κάθε είδους μελοδραματισμό. Αντίθετα, η ιδιάζουσα δραματικότητά της προκύπτει από την ένταση με την οποία αντιμετωπίζει την πάσχουσα ύπαρξη και τις αιώνιες απορίες της, όταν "καλείται ξάφνου να αναμετρηθεί με προθεσμίες που τελειώνουν". Η παρατήρηση της φθοράς να ολοκληρώνει θεαματικά το έργο της έως την απώλεια οδηγεί την ποιήτρια σε λόγο μονόλογο αλλά και σε λόγο απευθυνόμενο, που γίνεται σκληρός και συχνά αποφθεγματικός: "όμως σιδηρουργείο η ζωή / και βάρος αμετάθετο η τελευταία λέξη".