Τα χαρισματικά διαχρονικά ποιητικά έργα κάνουν σχεδόν επίκαιρες τις αλλεπάλληλες επιχειρούμενες προσεγγίσεις του σώματος των.
Για το ποιητικό σύνολο του Μανόλη Αναγνωστάκη συμβαίνει κάτι ανάλογο (έστω και δια της ανθολόγησης). Προσθετικές οι όποιες αναφορές, μοιάζει, το οιονδήποτε εγχείρημα με την απόσπαση των άδηλων μυστηρίων του- ενώ εκείνο αρνείται πεισματικά ν` αποκαλύψει τις ουσίες και, πιθανόν (αν χρειάζεται), τον τρόπον γραφής του.
Μάλλον εικάζουμε για κάθε σημείο αναφοράς, πώς να ξεδιαλύνεις το εκ του μηδενός πραγματοποιημένο πετρωμένο άνθος του ποιήματος. Πλησιάζεις την ψυχή του συμπλέοντας, στην καλύτερη περίπτωση γνωρίζεις όχι το ακριβώς συμπαρομαρτούμενο στοιχείο, τη διάθεση του ποιητή μάλλον και το κλίμα της Εποχής (του) που το σφράγισε. Η προσωπική χάρη κι αυτή στα συνυπολογιζόμενα, πέραν τούτων σχεδόν ουδέν, στο τέλος πάντα κάτι διαφεύγει. (Από τους υποψιασμένους ποιητές ομολογείται συχνά η έλλειψη της πλήρους αυτογνωσίας για τη συγκεκριμένη ανάβλυση (και γραφή) του ποιήματος τους -εκείνοι γνωρίζουν καλά το άνθος της ψυχής και ποιες οι ξαφνικές εμμονές της συνείδησης τους· οι αναζητούμενες, προς διερεύνησιν, άλλες όψεις του νομίσματος χρεώνονται στον άγνωστον Χ.)
Ευτυχώς. Γιατί εδώ, στην ανθολογημένη ποίηση, μας επιτρέπεται να επικοινωνούμε συνάμα με το Ποίημα και τον Ποιητή, εξαιτίας της μόνιμης συμπάθειας, της αγάπης και της βαθύτερης εκτίμησης. Εάν δηλαδή οι φιλόλογοι και οι κλασικοί δοκιμιογράφοι ερευνούν-τακτοποιούν και ερμηνεύουν τα ποιητικά έργα, η επιλογή των ποιημάτων του ανθολόγου ομιλεί, πιθανόν, με άλλη σειρά γραφής και ανάγνωσης, οπωσδήποτε δεν κρίνει· περισσότερο αποσαφηνίζει την εκτίμηση και την αγάπη του προς τα ποιήματα και τον ποιητή τους. Αυτό μόνο. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]