Οι τριάντα τρεις ύμνοι που ονομάζονται "Ομηρικοί" είναι το τελευταίο σημαντικό έργο του κύκλου της επικής ποίησης. Ανεπιβεβαίωτη είναι η εποχή που γράφτηκαν και το πώς ή γιατί απαγγέλονταν. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν για τη λογοτεχνική τους αξία οι ύμνοι "στη Δήμητρα" και "στον Απόλλωνα" που περιλαμβάνονται στο βιβλίο σε μετάφραση, συνοδευόμενοι από δεκατέσσερις ζωγραφιές της Μαρίας Κοπανίτσα.
Ο "Ύμνος στη Δήμητρα" διηγείται την αρπαγή της Περσεφόνης, το πένθος της Δήμητρας και πώς ξανάσμιξαν μάνα και κόρη. Πολλές λεπτομέρειες για τη λατρεία της θεάς, η νηστεία της, το ρόφημα που πίνει από αλεύρι, νερό και μέντα, η αρνίσια προβιά που ρίχνει η Ίαμβη πάνω στο κάθισμά της, είναι αναφορές στα Ελευσίνια Μυστήρια. Ο ποιητής φαίνεται να γνωρίζει καλά την Ελευσίνα και τα ιερά της και να έχει ζήσει τον 7ο αι. π.Χ. Η ζωή των θεών, οι χαρές και οι λύπες τους, δεν χωρίζονται από τη ζωή των ανθρώπων έτσι όπως τη ζωγραφίζει στα ανοιξιάτικα λιβάδια της Αττικής.
Ο "Ύμνος στον Απόλλωνα" εξιστορεί στο πρώτο μέρος τη γέννηση του θεού στη Δήλο και στο δεύτερο την αναζήτηση ενός τόπου για την ίδρυση μαντείου, και την εγκατάστασή του στις πλαγιές του Παρνασσού. Ο ποιητής του πρώτου μέρους μιλά για τις γιορτές και τα πανηγύρια προς τιμήν του Απόλλωνα στη Δήλο και αυτοσυστήνεται σαν ένας τυφλός άντρας από τη Χίο. Ο δεύτερος έχει μάλλον στεριανή ιδιοσυγκρασία και ζωντανεύει με γήινα ησιόδεια χρώματα τη δραματική μάχη του Απόλλωνα με τη δράκαινα δίπλα στην πηγή και τη μεταμόρφωσή του σε δελφίνι για να αιχμαλωτίσει τους κρητικούς ναύτες και μ` αυτούς να επανδρώσει το άδυτό του στους Δελφούς.
Ο λατρευτικός χαρακτήρας των ύμνων καθόλου δεν εμποδίζει να χαίρονται οι ραψωδοί την ομορφιά της ζωής και της φύσης. Ούτε αποφεύγουν να υποδηλώνουν κάπου κάπου την αίσθηση του κωμικού, μια προσγειωμένη σοφία, λίγο κυνισμό. Κάθε ύμνος είναι μια ιστορία αναζήτησης που ο ραψωδός διηγείται από τη σκοπιά του θεού. Και πάνω απ` όλα κυριαρχεί η θεϊκή αρχοντιά, το πάθος και η ορμή.