Οι χαμένες πατρίδες των Ελλήνων συνθέτουν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας που ακόμη ψάχνει να βρει μια θέση στις σελίδες της. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, με κίνητρο την προαιώνια δίψα της φυλής για εξάπλωση, περιπέτεια και καλύτερη ζωή, εκατομμύρια Έλληνες αποχωρίζονται -φυσικά, όχι όμως και συναισθηματικά- από τον εθνικό κορμό και σαν αστέρευτος ποταμός πορεύονται σε άλλους τόπους. Άποικοι πρώτα, μέτοικοι έπειτα, κάτοικοι αργότερα, ντόπιοι τέλος, ριζωμένοι κατάβαθα στην καινούργια γη που πότισαν με τον ιδρώτα τους και, συχνά, με το αίμα τους. (. . .) Οι σύγχρονοι Έλληνες διατηρούν (αν διατηρούν) μια αμυδρή μόνο εικόνα του τραγικού αυτού κεφαλαίου της ιστορίας τους. Είναι ένα κεφάλαιο περίπου ανύπαρκτο στην επίσημη ιστορία, άρα και αδίδακτο σ’ εκείνους που οφείλουν να τη διδάσκονται. Ονόματα όπως η Αττάλεια, η Νικομήδεια, η Πάνορμος, η Ραιδεστός, η Αγχίαλος, η Απολλωνία, η Μοσχόπολη, απλώς ηχούν οικεία στο αφτί του νεοέλληνα, πέρα όμως απ’ αυτό τίποτα: η ταυτότητά τους πνίγεται και χάνεται στο νεφέλωμα της αμφιβολίας και στην ομίχλη της ολοένα μεγαλύτερης χρονικής απόστασης. Ακόμη και μέσα στην ίδια την πρωτεύουσα, μυριάδες Αθηναίοι γνωρίζουν την οδό Αγαθουπόλεως, ή την οδό Σωζοπόλεως, αλλά πόσοι απ’ αυτούς ρώτησαν ποτέ να μάθουν τι ήταν άραγε η Αγαθούπολη, τι ήταν άραγε η Σωζόπολη; Ο χρόνος, ανελέητος, συνεχίζει ασταμάτητα το βήμα του, οι χαμένες πατρίδες βουλιάζουν στη στάχτη της λήθης, η αδιαφορία τις περιζώνει σαν παγερό μνήμα και οι καινούργιες γενιές χάνουν την πολιτισμική κληρονομιά τους, τη για χάρη τους σφυρηλατημένη με ανείπωτες θυσίες, σε τόπους σήμερα ξεκομμένους από τη μικρή λουρίδα γης όπου ζουν. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]