Οπωσδήποτε πρόκειται για ένα διπλό διάβημα που επιχειρεί να συμφιλιώσει δύο εκτιμήσεις που ο προσδιορισμός των δόσεών τους είναι πολύ λεπτός. Γι` αυτό και το γράψιμο του Γκόρκι φέρνει τη σφραγίδα μιας κάποιας ταλάντευσης, ενός κυματισμού, ανάμεσα σ` αυτές τις δύο απαντήσεις. Από τη μια, μερικές κράντες, συνάρτηση σκηνών, που έχουν φτιαχτεί με τρόπο ώστε να δώσουν την απόδειξη ότι το τάδε πρόσωπο είναι πραγματικά ένας τιποτένιος και εγωιστής κι από την άλλη, μια αμυδρή περιγραφή των ασχολιών και των καθημερινών συζητήσεων που η μία διαδέχεται την άλλη, σ` ένα περιβάλλον σχεδόν τσεχωφικό, και ύστερα, παρεμπιπτόντως, ένα αιφνίδιο αναπήδημα της δράσης, η αίσθηση ότι κάτι συνέβηκε, που όμως καλύπτεται πολύ γρήγορα από την κανονική ροή του χρόνου που περνά, της βραδιάς που πέφτει.
Είναι φανερό πως ο Γκόρκι από την πρώτη ως τη δεύτερη παραλλαγή του έργου του, πάσχισε να καθορίσει την εξέλιξη της δράσης, το δίχως άλλο για να περιέχει κι άλλους παράγοντες -η καταγγελία του για την ιντελιγκέντσια- ψυχικούς κυρίως και σκιαγράφησε τους χαρακτήρες των προσώπων έτσι ώστε οι "Παραθεριστές" να είναι όχι τόσο μια πινακοθήκη πορτρέτων, ξεκάθαρα σχεδιασμένων από την πρώτη τους εμφάνιση, όσο μια διαδοχή σκηνών που να παρουσιάζουν τούτο ή εκείνο το πρόσωπο στη σύμπτωση των συναντήσεων δίχως να ξεκαθαρίζεται προκαταβολικά ότι ο ένας είναι φιλισταίος αιχμάλωτος των στενών συμφεροντολογικών του συναισθημάτων κι ο άλλος, άτομο με την αίσθηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που φέρνει τα σπέρματα του μέλλοντος.
Η σκηνική διασκευή των Στάιν και Στράους θα δώσει ριζοσπαστικά αυτή τη μεταβολή για την οποία ο συγγραφέας κάνει απλή νύξη.