`Απόστολος Κοσμάς! Μα για όνομα του Θεού, τι κακό έχω κάνει για να μου τύχει εμένα ο Απόστολος Κοσμάς; Μήπως έχουμε ξεμείνει στα νησιά μας από ξεψαρωμένους και γκομενιάρηδες; Μήπως στο Βαθύ, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου, υπάρχει έλλειψη από εύθυμους γλεντζέδες; Σας ρωτάω, δεν θα συναντούσαμε ποτέ κανέναν άντρα με μπρούντζινο από τη θάλασσα πρόσωπο, με τα μάτια χλομά από την καθημερινή παρακολούθηση της ανατολής του ήλιου, μετά από κάθε νύχτα, στην είσοδο των ταβερνών, τόσο σαματατζή γλεντζέ όσο και διακριτικό λαθρέμπορο; Μήπως μας λείπουν οι Καζανόβες που συνδυάζουν την ομορφιά του ώριμου με τον αιώνιο έφηβο; `
Στην πανσιόν Αλεξίου, η Διονυσία και ο Απόστολος Κοσμάς ζουν από τους τουρίστες. Μεγάλος εργολάβος, ο Απόστολος προσπαθεί με κάθε μέσο να προσελκύσει πελάτες. Η αποκάλυψη έρχεται ένα ωραίο πρωινό καθώς διάβαζε ένα τουριστικό φυλλάδιο: οι πελάτες, πάνω απ’ όλα επιζητούν την αυθεντικότητα. Και στα ελληνικά πανδοχεία, οι πελάτες επιδεικνύουν ευαισθησία στην αυθεντικότητα της καρέκλας. Της ελληνικής Καρέκλας. Εκείνης που κατασκευάζεται στη Μυρτιόζα και που δεν μπορεί κανείς να βρει πουθενά αλλού. Γοητευμένος ο Απόστολος παρασέρνει τους συντρόφους του, και μπαρκάρει για τη Μυρτιόζα...
Μια περιπετειώδης Οδύσσεια με χαρούμενο ύφος γραφής, `Οι Μικρές Καρέκλες της Μυρτιόζας` είναι μια σάτιρα του κόσμου μας - ενός κόσμου όπου οι λωτοφάγοι κερδίζουν εκατομμύρια στα τυχερά παιχνίδια, όπου οι κύκλωπες μετατράπηκαν σε οθόνες υπολογιστών και όπου οι άνθρωποι μεταμορφώνονται σε γουρούνια κάτω από την επίδραση του φανατισμένου λόγου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]