Η κυριολεξία είναι το ζητούμενο κάθε λογοτεχνικής αφήγησης, ακόμη και όταν αυτή καταφεύγει στους τρόπους της μεταφοράς. Καμιά αφήγηση δεν θέλει να μην είναι ρεαλιστική, ενώ όλοι οι μυθιστοριογράφοι πιστεύουν ότι είναι ρεαλιστές. Μέσα από την Ιστορία της μυθιστοριογραφίας, ο αφηγηματικός ρεαλισμός έχει αναδειχθεί σε μεγάλο δάσκαλο της αφήγησης, και ανάμεσα στους σημαντικούς μαθητές του περιλαμβάνονται και οι απείθαρχοι, οι αναθεωρητές, οι επικριτές ή και οι αρνητές. Σύμφωνα με αυτή τη διευρυμένη αντίληψή του, ο ρεαλισμός δεν αναγνωρίζεται μόνο στην ιστορική του άποψη (που τον ταυτίζει κυρίως με το ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα), αλλά και στην αφηγηματολογική (που τον ταυτίζει με μια θεμελιώδη μιμητική σταθερά) και στην εννοιακή (που τον ταυτίζει με ένα τρόπο παρατήρησης, αντίληψης και αναλογικής εξήγησης της πραγματικότητας). Στις Μάσκες του ρεαλισμού παρουσιάζονται εκδοχές του αφηγηματικού λόγου που ιχνηλατούν την περιπέτεια του ελληνικού ρεαλισμού, από την αυθόρμητη ροπή προς την πραγματιστική αναπαράσταση έως την απόλυτη κατάφαση του νατουραλισμού, και από την άρνηση του αισθητισμού, μέσω της επίκρισης του μοντερνισμού, έως την αναθεώρηση του μεταμοντερνισμού. Αυτές οι εκδοχές πρόσφεραν στη λογοτεχνία μας αρκετές ιδιότυπες και με προσωπικό τρόπο δουλεμένες μάσκες του ρεαλισμού, όπως η βουκολική, η ατμοσφαιρικά κοινωνιστική, η αστική, η ψυχαναλυτική, η πολιτική και η ιστοριογραφική.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]