Δεν ήταν συνηθισμένες οι καμπάνες αυτές. Χυμένες σε σπάνο μέταλλο πριν από χρόνια πολλά, φτιαγμένες από σπάνιους μαστόρους, είχαν τοποθετηθεί εκεί ψηλά όχι μόνο για να χτυπούν σε μέρες εορτάσιμες, αλλά και για να ξεχύνουν τη μουσική τους όποτε έπαιζαν με τον άνεμο. Τότε μονάχα λίγοι μπορούσαν ν` ακούν αυτή τη μουσική, μόνο κάποιες ψυχές αθώες, που δεν τις είχε μολύνει ακόμα η βρωμιά της ζωής. Όπως ο Τόμπυ Βεκ, ο γερο-Ζόμπυ των παλιών ιστοριών, που έπιανε κουβέντα μαζί τους, και χαιρόταν, και τις παρακαλούσε, και τις ικέτευε για όλα τα στραβά και τ` ανάποδα αυτού του κόσμου. Με τις `Καμπάνες` ο Κάρολος Ντίκενς ολοκληρώνει την τετραλογία των χριστουγεννιάτικων ιστοριών που ξεκίνησε με τα `Κάλαντα` και τη συνέχισε με το `Γρύλο στο τζάκι` και το `Στοιχειωμένο άνθρωπο`. Η έγνοια του για το φτωχό και στερημένο άνθρωπο παίρνει στις `Καμπάνες` τη μορφή ονειροφαντασίας για τη μελλοντική του τύχη, σε μια Αγγλία της βιομηχανικής επανάστασης, όπου το Έλεος και η Αγάπη του ενός για τον άλλο ήταν τα μόνα πράγματα που έλειπαν από τα μαγευτικά προϊόντα της μυθικής παραγωγής.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]