Με την «κατάμαυρη νύχτα», την «κατακίτρινη βροχή», τους «μενεξεδένιους βράχους» στήνει το τοπίο του ο Γιασάρ Κεμάλ, φυσικό και κοινωνικό, πότε μέσα στη θύελλα και πότε ήρεμο, λίκνο ασίγαστων παθών. Με πένα βουτηγμένη άλλοτε σε μια υπολανθάνουσα πικρία για όσα αναίτια και φριχτά το ανάδελφο μίσος σπέρνει, κι άλλοτε αναβλύζουσα μύρο ανθρωπιάς, ο συγγραφέας ξετυλίγει το κουβάρι της πλοκής, από την τρυφερή νοσταλγία για «τους καλούς εκείνους ανθρώπους που καβάλησαν εκείνα τα ωραία άλογα και φύγανε» μέχρι την καταματωμένη ιστορία του Ντερβίς Μπέη και του Μουσταφά Μπέη, «αγάδων» του Ακτσάσαζ, που δεν ζουν παρά για την εκδίκηση, γνήσιοι εκπρόσωποι ενός φεουδαρχισμού που καταρρέει για να δώσει τη θέση του σε μια «νέα τάξη» γεμάτη, και αυτή, αντιφάσεις και ραδιουργίες. Κάτω από το αμερόληπτο φως της απαράμιλλης τέχνης και της άκρας ευαισθησίας του Γιασάρ Κεμάλ ζούμε - βιώνουμε, στην κυριολεξία - τα δρώμενα σε μια γειτονική χώρα - τοιχογραφία εξαίσια μιας εποχής όχι και τόσο μακρινής, με προοπτική της ένα καλύτερο αύριο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]