Στο βιβλίο μου για τον Σεφέρη αντιμετώπιζα ένα έργο ριζωμένο σ` εκείνη τη φθορά που είναι αχώριστη από την ύπαρξη και που κατασταλάζει στη δραματική έκφραση. Στον Ελύτη μ` ενδιαφέρει η προσπάθεια χειραφέτησης από τις περιστάσεις και η αυτονόμηση του ποιητικού λόγου μέχρι εκείνου του σημείου όπου το αξίωμα σύμφωνα με το οποίο η ποίηση γίνεται μόνο με λέξεις και τίποτ` άλλο δείχνει όλη του την αλήθεια. Η αντίσταση του Ελύτη στις περιστάσεις και η προοδευτική εισχώρηση της ιστορίας στη θεματική του, με όλους τους μηχανισμούς που κινητοποιούνται στο επίπεδο των εκφραστικών λύσεων, αποτελεί μιαν από τις πιο συναρπαστικές περιπέτειες της σύγχρονης ποίησης, σε ευρωπαϊκή κλίμακα. [...]
Όπως και στην περίπτωση της εργασίας μου για τον Σεφέρη, και σ` αυτή για τον Ελύτη προηγήθηκε η συγγραφή μιας συντομότερης μελέτης στα ιταλικά. Οι προδιαγραφές που απαιτούνται από έναν ιταλό ή έναν έλληνα εκδότη για βιβλία με θέμα ελληνικό, και που κατοπτρίζονται στις γραμμένες και στις δύο γλώσσες μελέτες μου, είναι συνάμα ενδεικτική και του ενδιαφέροντος που δείχνουν γι` αυτά η μία και η άλλη χώρα αντίστοιχα -όπως εξάλλου είναι και το σωστό. Πρέπει να ομολογήσω, σχετικά, ότι μου αρέσει πολύ η προσπάθειά μου να προσαρμόζομαι στις απαιτήσεις των δύο τόσο διαφορετικών αυτών κοινών.
Το πηγαινέλα όμως ανάμεσα στις δύο γλωσσικές μου πατρίδες δεν γίνεται ατιμώρητα. Το πιο χτυπητό μειονέκτημα βρίσκεται στα ελληνικά που χρησιμοποιώ, άχαρα και αστόλιστα· ίσως τελικά για το καλό του αναγνώστη που μπαίνει έτσι αμέσως στην ουσία της εργασίας δίχως να τον σταματούν αλεξανδρινές κομψότητες και λέξεις αστραφτερές. [...]
(από τον πρόλογο του συγγραφέα· Ρώμη, 1984)