Η τραγωδία δεν στηρίζεται σε μια αποσαφηνισμένη αντίληψη για το χρόνο, προκύπτει μάλλον από την έλλειψή της και συμβάλλει με τα μέσα της στο σχηματισμό της - κατ` ανάγκην, αφού το ίδιο της το θέμα δεν είναι κάθε φορά παρά μια ορισμένη χρονική κρίση. Ο καθένας από τους τρεις μεγάλους τραγικούς έχει, όμως, το δικό του τρόπο να σκηνοθετεί την κρίση αυτή, αλλάζοντας τους συσχετισμούς γνωστού και αγνώστου: στον Αισχύλο κινητήριος μοχλός της είναι η άγνοια της αποφασιστικής στιγμής, στον Σοφοκλή η αβεβαιότητα επεκτείνεται στο τι θα συμβεί, στον Ευριπίδη ο πολλαπλασιασμός των απρόβλεπτων χαλαρώνει την πλοκή μέχρι αποδιάρθρωσης. Έτσι η εξέλιξη από τον ένα στον άλλο ακολουθεί μια κανονική καμπύλη. Αν στον Αισχύλο, τον άνθρωπο των Μηδικών πολέμων, ο χρόνος καθιστά δυνατή την αποκατάσταση της κοσμικής τάξης τιμωρώντας την ενοχή από γενιά σε γενιά, στον Σοφοκλή, που ζει το αποκορύφωμα της αθηναϊκής δύναμης και ο ορίζοντάς του είναι ήδη αυτός της ατομικής ανθρώπινης ζωής, ο χρόνος δεν είναι πλέον παρά μια αναπόφευκτη πηγή αναταραχής. Και αν στο Σοφοκλή διατηρεί ακόμη κάτι από την προηγούμενη αίγλη του αφού, ως το τέλος, πάντα φέρνει την αλήθεια στην επιφάνεια, στον Ευριπίδη είναι απλώς παράγοντας φθοράς και το μόνο που μπορεί ο άνθρωπος πλέον να περιμένει από αυτόν είναι το τέλος των δεινών που τον βασανίζουν και η λήθη. Η εξέλιξη είναι λοιπόν εντυπωσιακά γοργή, μας οδηγεί ως το κατώφλι της νεότερης συνείδησης του χρόνου χωρίς να το διαβαίνει - έχοντας όμως στο μεταξύ μεταλλάξει την εμπειρία της αθηναϊκής δημοκρατίας σε κτήμα της ανθρώπινης ψυχής εν γένει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]