Ο Γιεβγκένι αγαπά ειλικρινά τη γυναίκα του και το παιδί που εκείνη του χάρισε· μόνο που τούτη η αγάπη παραπέμπει περισσότερο σε μια κοινωνική σύμβαση, σε κάτι σαν καθήκον, εν τέλει στην πλήξη... Τον πόθο τον ενσαρκώνει η Στεπανίδα, με τη χωριάτικη απλότητα και τον ζωώδη αυθορμητισμό της...
Αμφιλεγόμενος ο πόθος: αφενός πρόκειται για κάτι το φυσικό, άρα είναι θεμιτός, αφετέρου όμως διαταράσσει την οικογενειακή και κοινωνική τάξη, κι επομένως αθέμιτος. Η Στεπανίδα, η οποία στην αρχή περιγράφεται με συμπάθεια, σαν ένα λουλούδι στους αγρούς, σιγά σιγά, όσο εκτυλίσσεται το κείμενο, αρχίζει να αποκτά μια `σατανική` μορφή...
Ο Τολστόι δεν κάνει τίποτα περισσότερο απ` το να αφηγηθεί μια τρομερή ιστορία πόθου, τύψεων, θανάτου. Αραδιάζει τις λέξεις τη μια μετά την άλλη δίχως να αλλάξει τόνο: δεν επιβάλλει στον αναγνώστη μια συγκεκριμένη ανάγνωση της ιστορίας. Ο τελευταίος θα πρέπει να κρίνει μόνος του: γάμος, απιστία, προδοσία - τα πάντα εκτίθενται μπροστά στα μάτια μας με την ίδια διαύγεια, την ίδια ευκρίνεια που έχει ένα αντικείμενο πάνω στο τραπέζι καθώς το φωτίζουν οι ακτίνες του ήλιου.
Γι` αυτό και πιστεύω πως, απ` όλους τους μυθιστοριογράφους, ο Τολστόι είναι ο μεγαλύτερος...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]