Στο ποίημα που συνέγραψε ο μονιστής Παρμενίδης γύρω στα 500 π.X., μια ανώνυμη θεά -ως άλλη Μέδουσα- απορρίπτει με τον απολιθωτικό της λόγο κάθε κίνηση και πολλαπλότητα, αρνούμενη τον κόσμο και την πολυμορφία του: έτσι θα μπορούσε να συνοψισθεί η ερμηνευτική opinio communis, κατά της οποίας στρέφεται η παρούσα μονογραφία. Μέσω της ενδελεχούς ενασχόλησης με το `γράμμα` του κειμένου και της αντιπαραβολής του προς τα οντολογικά προτάγματα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του πρώιμου Heidegger, το παρμενίδειο `Είναι` αναφαίνεται όχι ως έννοια που αμφισβητεί και απορρίπτει τον κόσμο και την πολλαπλότητα, αλλά ως εκείνη η `ιδέα`, της οποίας μετέχει κάθε ον, και η οποία διά του Νοείν υποτάσσει το Μηδέν και το εξοβελίζει από τον κόσμο. Τόσο το Τμήμα της Αλήθειας, όσο και εκείνο της Δόξας αποβλέπουν εν τέλει σε ένα `σώζειν τα φαινόμενα` -το πρώτο μέσω της σύλληψης του Είναι τους (οντολογία), το δεύτερο μέσω της πλήρους, έγκυρης και οριστικής έκθεσης της `γενέσεως` (κοσμογονία) και των `έργων` (κοσμολογία) της κοσμικής τάξης.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]