Η λέξη/όρος Πόντος απαντά πρώτη φορά στον Όμηρο με τη σημασία θάλασσα και συνοδεύεται συνήθως από επίθετα, όπως α-τρύγετος, οίνοψ, ηεροειδής, ιχθυόεις, απείρων, ευρύς, ιοειδής, μεγακήτης, απείριτος, μέλας κτλ. Ορισμένες φορές συνδέεται και με συγκεκριμένες θάλασσες, π.χ. Ικάριος Πόντος, Θρηίκιος Πόντος (Ιλιάδα Β` 145 και Ψ 230). Κατά το Στράβωνα, ο επικός ποιητής γνωρίζει καλά τον Εύξεινο Πόντο, αφού αναφέρεται στον Ιάσονα, τη Μήδεια, τον Αιήτη, τους Κόλχους (Γεωγραφικά βιβλ. Α`, κεφ. 1ον 10 και κεφ. 2ον 21) κτλ.
Ο Ησίοδος αναφέρει τον Πόντο ως τροφέα και γεννήτορα ορισμένων θεών, συνήθως με το επίθετο αλμυρός (π.χ. Θεογονία 107). Στους στίχους 131-32 του ίδιου ποιήματος προσθέτει επιπλέον ότι ο Πόντος (=ατρύγετον πέλαγος) γεννήθηκε από τη Γαία, άτερ φιλότητος εφιμέρου (χωρίς ερωτικό σμίξιμο). Ο ποιητής μνημονεύει ακόμη ως παιδιά του θεού τον ενάλιο γέροντα Νηρέα, το Φόρκυ, την Κητώ και την Ευρύβια. [...]