Πώς μπορεί λοιπόν να μιλήσει κανείς για τον πολιτισμό και την πολιτική του ή ακόμη περισσότερο για την τέχνη και τη μεταφυσική της δύναμη σε μιαν εποχή που δεσπόζει η παντοδυναμία της αγοράς; Τα κείμενά μου χαρακτηρίζονται από οργή· οργή για ό,τι δεν γίνεται, ενώ θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί. Ελπίζω ότι πρόκειται για έντιμη οργή. Εφόσον, για να διεκδικήσουμε ό,τι αγαπάμε, πρέπει πρώτα ν` αποδείξουμε τι μισούμε. Σήμερα τα θέματα του πολιτισμού διαχειρίζονται managers, πολυεθνικές, μεγαλοδικηγόροι, τράπεζες, ενώ οι δημιουργοί είτε ιδιωτεύουν είτε υπαλληλοποιούνται. Σ` έναν τόπο που βουλιάζει στη σιωπή των αμνών και τη συναλλαγή σε κάθε επίπεδο αντί για τις αναγκαίες ρήξεις και ανατροπές, διαπιστώνουμε καθημερινά συμβιβασμούς και την επιβολή των χρυσών μετριοτήτων. Αντί του έρωτα προέχει ο ισολογισμός των συναισθημάτων, αντί του μεταφυσικού τρόμου η διεκπεραίωση της επιθυμίας. Ιδού γιατί η έννοια πολιτισμός σήμερα είναι σύμφυτη με την έννοια της μελαγχολίας. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, δεν μπορεί να γίνει καπιταλισμός με την Πανσέληνο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]