Οι λέξεις περιπατητής ή πλάνης ασφαλώς δεν εξαντλούν την έννοια του όρου flaneur, του οποίου πάντως παραμένουν οι επικρατέστερες μεταφράσεις στα ελληνικά. Το γαλλικό ρήμα από το οποίο προέρχεται αυτό το δηλωτικό δραστηριότητας ουσιαστικό είναι flaner: περιπλανιέμαι άσκοπα, χαζεύοντας. Με την απαραίτητη διευκρίνιση, βέβαια, ότι η εν λόγω περιπλάνηση είναι αστική. Στον νεωτερικό κόσμο που ανατέλλει τον 19° αιώνα, η καινοφανής αυτή συνήθεια προσδίδει στο κατ` εξοχήν παρεπόμενο της βιομηχανικής επανάστασης (το μεγάλο αστικό κέντρο) τη σαγήνη ενός άγριου φυσικού τοπίου - ενώ ταυτόχρονα το απογυμνώνει από τη χρηστική του λειτουργία, αφού το καθιστά προνομιακό πεδίο ράθυμου στοχασμού αλλά και απρόβλεπτων συγκινήσεων. Αποκρυπτογραφεί την πόλη ως ζούγκλα, όπου η περιπέτεια καραδοκεί σε κάθε γωνιά, όπου ακόμη και οι πιο οικείες γειτονιές περιέχουν στενά ανεξερεύνητα, `απάτητα` από τον πεζοπόρο, καθώς εκείνος διαβαίνει κρατώντας το μίτο της Αριάδνης που ονομάζεται τυχαίο. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]