`Ο Εντουάρ σωριάστηκε νεκρός.
Ένα κενό έγινε μέσα της, που την ανύψωσε σαν άγγελο. Τα γυμνά στήθη της ορθώθηκαν: ένα πένθιμο ρίγος την έφερε στην εκκλησία του ονείρου όπου η εξάντληση, η σιωπή και το αίσθημα του τελεσίδικου την αποτέλειωσαν.
Σε έκσταση ανώτερη από τη φρίκη του σπιτιού, η Μαρία απελπίστηκε.
Ξαφνικά συνήλθε, διασκεδάζοντας την απελπισία της.
Ο Εντουάρντ πεθαίνοντας την ικέτευσε να`ναι γυμνή.
Ήταν χλωμή, αναμαλλιασμένη, τα σφιχτά στήθη ξεπετάγονταν απ` το σχισμένο φόρεμα.
Η φρίκη την εξουσίαζε απόλυτα, όπως ο δολοφόνος τη μαύρη νύχτα.`
Το κείμενο αυτό, που αρθρώνεται σε 28 ενότητες-σκηνές της μιας περίπου σελίδας αναφέρεται στο απελπισμένο ερωτικό παραλήρημα που ζει η Μαρία από τη στιγμή που ένας άντρας, ο Εντουάρντ, σωριάζεται νεκρός. Οι διάλογοι υπερτερούν της αφηγηματικής περιγραφής, η διήγηση είναι λιτότατη και ελλειπτική.
Ο Νεκρός γράφτηκε μάλλον τον Σεπτέμβριο του 1942. Κυκλοφόρησε όμως μόνο μετά το θάνατο του Μπατάιγ, το 1967, από τις εκδόσεις Jean-Jacques Pauvert.
Στο χειρόγραφο ενός προλόγου του 1947 που βρέθηκε, μετά το θάνατο του Μπατάιγ, μαζί με τα δαχτυλόγραφα του Νεκρού, και ο οποίος δημοσιεύεται στην παρούσα έκδοση, ο συγγραφέας εξομολογείται: `... ο Νεκρός συνδέεται πολύ στενά με την παραμονή μου στη Νορμανδία, όπου ήμουν άρρωστος, φυματικός· στη Νορμανδία, κοντά στο χωριό Τιλλύ (που στον Νεκρό το ονομάζω Κιλλύ). Το πανδοχείο στο Κιλλύ είναι πράγματι το πανδοχείο του Τιλλύ, καθώς και η ξενοδόχος. Επινόησα τις άλλες λεπτομέρειες...[...] Τα υπόλοιπα έχουν να κάνουν με το ερωτικό παραλήρημα που με κέντριζε μέσα στον παραλογισμό του Νοεμβρίου...[...] Θα μπορούσα, αν δεν είχα ζήσει μέσα στη βία, να γνώριζα την ανείπωτη ηδυπάθεια; Δεν θα τη γνωρίσω πραγματικά παρά μόνο τη στιγμή που θα πεθάνω, παράφορα... Περισσότερο από τη γυναίκα που παραδίδω στην υπερβολή της αγωνίας και της παραζάλης, καλώ το θάνατο: και πώς αλλιώς να τον καλέσεις, αν όχι σιωπηλά; Καλώ το θάνατο. Έγραψα τον Νεκρό.`
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]