Η αδιάκοπη έλξη που ασκεί πάνω μου η Ελλάδα είναι κάτι το εντελώς φυσικό. Και είμαι βέβαιος πως αυτήν την έλξη τη μοιράζομαι με πολλούς που δεν θα γράψουν ένα βιβλίο και με άλλους που έχουν ήδη γράψει. Ήταν το φως, το φυσικό φως του ήλιου, ήταν οι βουνοπλαγιές μυρωμένες από θυμάρι και οι πεδιάδες με τα καψαλισμένα αγκάθια. Ήταν τα συντρίμια των μαρμάρινων αρχιτεκτονημάτων. Ήταν η Άνοιξη στην Πύλο και στο Σούνιο και τα βουνά της Κρήτης. Ήταν οι καρβουνιάρηδες στα πευκοδάση και τα γαϊδούρια και οι κατσίκες και οι ανεμώνες στα λιοστάσια. Ήταν το φθινόπωρο στην Ολυμπία, ο χειμώνας στα βουνά της Αρκαδίας, κάθε χρόνο η χιονοστιβάδα από αγριοκυκλάμινα στο λόφο του Κρόνου. Μα πάνω απ` όλα ήταν οι άνθρωποι. Ήδη με την πρώτη επαφή και την γνωριμία του με την Ελλάδα, ο Λήβι εγκαινίασε και έναν τρόπο ανακάλυψης ενός τόπου, ενός πολιτισμού (ζώντος και παρελθόντος) και ενός αριθμού ανθρώπων, με τους οποίους συνδέθηκε με φιλία ζωής. Η Ελλάδα ως έννοια, ως εικόνα και ως πραγματικότητα στάθηκε για τον Λήβι και το πεδίο μιας προσωπικής αναστάτωσης και αυτογνωσίας, που σημάδεψε την ζωή του έκτοτε. Όμως η σχέση του Λήβι με την Ελλάδα και τους ανθρώπους της, όπως κάθε σχέση καρδιάς, είχε και το μερίδιο του πόνου και της δοκιμασίας. Μια δοκιμασία που κορυφώθηκε κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, μια και αυτή ήταν η ιστορική στιγμή που εκπροσωπούσε για τον Λήβι, όπως και για τόσους άλλους ανθρώπους, ακριβώς το αντίθετο από ό,τι αγαπούσε και θαύμαζε στην Ελλάδα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]