Τον Αύγουστο του 1999, το αγοραστικό μένος των «νεοεπενδυτών», όπως επικράτησε να αποκαλούνται οι προσφάτως ανακαλύψαντες την χαρά της μετοχικής ιδέας, προσέλαβε διαστάσεις αμόκ. Χιλιάδες λουόμενοι «νέοι», με την ευχέρεια που δίνει η κινητή τηλεφωνία, και την αναίδεια που φέρνει η εφήμερη επιτυχία, βομβάρδιζαν την οδό Σοφοκλέους με εντολές αγορών. Η συντριπτική πλειοψηφία δεν ήξερε καν τι αγόραζε. Αγόραζε γενικώς. Με ύφος, μαγκιά, τουπέ κι αυθάδεια. Κάθε επενδυτικό πυραμιδωτό σχήμα έχει μια αχίλλειο πτέρνα που στο τέλος, σχεδόν πάντα, εάν δεν στραβώσει κάτι άλλο νωρίτερα, θα προκαλέσει την κατάρρευσή του. Αυτή είναι η αδυναμία του να μετατρέψει τις θεωρητικές, πέτσινες για να το πει κανείς πιο λαϊκά υπεραξίες, σε πραγματικά κέρδη. Εάν η θέα των θεωρητικών υπεραξιών ευφραίνει τον άνθρωπο, κάνοντάς τον απρόσεκτο και πρόσφορο θύμα για κάθε πυραμιδωτό σχήμα, τίποτε δεν τον καθιστά πιο άφρονα από την πρόσκαιρη αίσθηση επιτυχίας και αυτοπεποίθησης που του δημιουργεί μια «σωστή» του πρόβλεψη. Πιστεύω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι κουβαλάμε πεποιθήσεις κι όχι γνώσεις. Προτιμάμε να διαβάζουμε αυτά με τα οποία συμφωνούμε, τα άλλα απλώς τα κοιτάμε. Οι διάλογοί μας στην πραγματικότητα αποτελούνται από την συρραφή αλληλοδιάδοχων μονολόγων όπου η ισηγορία σπάνια διασώζεται. Τούτο έχει αγχολυτική αξία, διαλεκτική όμως δεν έχει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]