Στον «Κάλυκα», το δεύτερο μυθιστόρημα του Λευτέρη Παυλόπουλου, η πλοκή μάς μεταφέρει από την Αθήνα στον Άθωνα, από τον Άθωνα στην Ανατολία και από κει στη Βραζιλία και στη ζούγκλα της Αμαζονίας.
Ο Βαγγέλης, η Μαρία, ο Δημήτρης συναντιούνται στη Μικρά Ασία το καλοκαίρι του `22, όπου βρίσκεται κι ο ελληνικός στράτος. Ο Βαγγέλης Δημήτριος και ο Πλάτων συναντιούνται στη Βραζιλία του `50 με στόχο να πλουτίσουν. Είναι η εποχή που πολλοί έλληνες μετανάστες βρίσκονται εκεί. Οι επιζήσαντες θα συναντηθούν στο Άγιον Όρος και θα συνδέσουν τις ιστορίες τους μ` αυτήν του Πάνου.
Το έργο, γραμμένο με τον τρόπο των παράλληλων αφηγήσεων των προσωπικών ιστοριών, διαπλέκει τον ευρύ χώρο -στον οποίο κινείται συχνά το αναζητητικό πάθος των Ελλήνων- με το χρόνο που εκτείνεται σε μια περίοδο κρίσιμων συμβάντων για τη νεότερη ελληνική ιστορία. Με την ενεργοποίηση της μνήμης και τη διεύρυνση των επιμέρους «γιατί», που συχνά αναφύονται, το έργο «ξεπλένει» τα πρόσωπα από ενοχές και χαρίζει τη μόνη, ίσως, κάθαρση, αυτήν της κατανόησης.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]