(...) «Ο σχεδιασμός μιας επιστημονικής συνάντησης για τον ιταλιώτη ελληνισμό ξεκίνησε στην Αθήνα, εδώ και δύο χρόνια. Θα πραγματοποιούνταν με τη συνεργασία του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών της Αθήνας. Σκοπός του θα ήταν να συγκεντρώσει επί το αυτό τους ειδικούς, να καταγραφεί το τι είναι γνωστό, να προταθούν νέες ιδέες και υποθέσεις. Η αντίδρασή σας μας ενεθάρρυνε. Σε δύο μέρες θα γνωρίζουμε τι πράγματι πετύχαμε. Στα μάτια ενός Βυζαντινού, ο ιταλιώτης ελληνισμός παρουσιάζει ιδιοτυπίες. Συνεχιστής ή ανανεωτής ενός ένδοξου παρελθόντος της Μεγάλης Ελλάδος, ο Βυζαντινός της Ιταλίας εμφανίζεται συχνά σαν ένας ελληνόφωνος Λατίνος, που κατοικεί σε μια μακρινή επαρχία που αναζητεί ένα δικό της κέντρο, άλλο από την Κωνσταντινούπολη -ένα κέντρο κατά καιρούς ανταγωνιστικό προς την Πόλη του Βοσπόρου.
Σε μια λατινόφωνη θάλασσα, ο ελληνισμός μπόρεσε να επιζήσει και, μερικές εποχές, να επιβληθεί -ακόμη και μετά τη Νορμανδική κατάκτηση. Χτυπητό παράδειγμα είναι τα χειρόγραφα. Οι παλαιογραφικές και κωδικολογικές μελέτες δείχνουν πως τα ελληνικά χειρόγραφα κατείχαν εξέχουσα θέση στη Νότια Ιταλία χάρη στις χωριστές παραδόσεις τους που διαιωνίζουν, και στην ποικιλία των κειμένων που περισώζουν. Σ` αυτή τη λατινόφωνη θάλασσα υπήρχαν αναγνώστες της Ελληνικής, πολυάριθμοι και εύποροι, που εκτιμούσαν τα βιβλία της τοπικής παραγωγής και δεν αισθάνονται την ανάγκη να τα αναζητήσουν στις ακτές του Βοσπόρου. (...)
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]