"Ο θάνατος στη Βενετία" είναι ένα μικρό αριστούργημα. Γράφτηκε το 1912 κι είναι ένα εκπληκτικής δεξιοτεχνίας χρονικό της παρακμής, της κάθε είδους παρακμής. Ο Τόμας Μαν αναλύει και καταγράφει με ακρίβεια τις τάσεις της εποχής του, τις αγωνίες της ωριμότητας, την άβυσσο του θανάτου, που περισσότερο από καθένα βιώνει και αισθάνεται ο καλλιτέχνης, ο δημιουργός.
Ο Γκουστάφ φον Άσενμπαχ δεν θυμίζει απλά τον Τόμας Μαν. Είναι μια μορφή πλασμένη κατ` εικόνα και ομοίωσή του. Είναι το είδωλο του συγγραφέα. Ο ίδιος μιλούσε γι` αυτόν, "σαν να `τανε κάποιος παλιός φίλος, που έχει πια πεθάνει".
Ο Άσενμπαχ δεν διστάζει να βαδίσει προς την άβυσσο, προς το θάνατο, προκειμένου να ανιχνέυσει την αλήθεια και το ψέμα στη ζωή του. Κι ο καταλύτης, που θα τον οδηγήσει ν` αντιστρέψει τις έννοιες του ψεύτικου και του αληθινού, έτσι όπως τις έχει γνωρίσει ως τότε, δεν είναι άλλος απ` τον έρωτα. Το κάνει έξω απ` το σκηνικό της καθημερινότητας του, μπροστά στην απέραντη θάλασσα.
"Γιατί η θάλασσα δεν είναι ένα τοπίο σαν όλα τα άλλα" έγραψε ο ίδιος ο συγγραφέας λίγα χρόνια αργότερα.
"Είναι το βίωμα της αιωνιότητας, του τίποτα και του θανάτου. Ένα μεταφυσικό όνειρο".
Λίγα χρόνια μετά τη συγγραφή της νουβέλας, ο ίδιος ο Τόμας Μαν έλεγε: "Γράφοντας το "Θάνατο στη Βενετία", ήθελα να αποτυπώσω, να εκφράσω το πρόβλημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Μια ιστορία όμορφη κι επικίνδυνη μαζί, συγκλονιστική, απειλητική, φοβερή, που δεν θα ωραιοποιεί τίποτα, δεν θα αποκρύπτει τίποτα."