Ένα χέρι χαράζει σχήματα στη γη. Γράφει, σχεδιάζει ή χαράζει μόνον σχήματα αμηχανίας, προσπαθώντας ματαίως να αναβάλλει; Η απάντηση στο αίνιγμα της γραφής είναι κάτι περισσότερο από αυτό που συνήθως ονομάζουμε ανάγνωση. Είναι το άνοιγμα στον κίνδυνο, στο γελοίο, στην αμηχανία και, γιατί όχι, στην ηλιθιότητα. Σε ό,τι δηλαδή αποκαλούμε, λίγο αισιόδοξα, δημιουργία. Ο Γιάγκος Ανδρεάδης διάλεξε ως σημείο αφετηρίας, τουλάχιστον φανερό, τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι. Έργο που ο Τολστόι αποτιμούσε ως διαμάντι και που ο συγγραφέας του έκρινε άλλοτε ως το υψηλότερο δημιούργημά του και άλλοτε ως αποτυχία. Ο Ηλίθιος είναι ένα ερειπωμένο αριστούργημα, οι ρωγμές του όμως αφήνουν να διαφανεί το σύνολο της γραφής: από τα ευαγγέλια ως τον Θερβάντες, τον Πούσκιν και τον Μπαλζάκ· και τα χάσματά του αποκαλύπτουν ορίζοντες που ξεπερνούν τη μνημειωμένη μορφή του. Για να μιλήσει όμως για τη δική του συνάντηση με το έργο, ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου οφείλει να παραιτηθεί από τα όποια αναλυτικά εργαλεία του και να παραδοθεί στον εξομολογητικό λόγο που πρωτογνώρισε, όταν, έφηβος ακόμη, συναντήθηκε με τον Ηλίθιο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]