Ο Κώστας Τζιρίτης ή Τζιριτοκώστας, κατά τη συνήθεια που έχουν στη Ρούμελη να σμίγουν το επίθετο με τ` όνομα, ήταν από τόπο που συμμαζώνει στα στενά του σύνορα όλη την ασυμμάζευτην ιστορία της ελληνικής ζητιανιάς. Στην εποχή που εσυνήθιζαν εκεί - όταν οι ακμαίοι άντρες έλειπαν στα ταξίδια και οι γυναίκες έξω στις περίγυρα κρεμνόρραχες εβολάκιαζαν τα φθισικά αραποσίτια τους - οι εβδομηντάρηδες να συνάζουν στα παιδιά στο χοροστάσι και να τα γυμνάζουν στης ζητιανιάς τα καμώματα. Κάτω από τ` ασπρόμαλλα εκείνα μέτωπα, που εταπείνωσεν ο πολυκαιρινός εξευτελισμός, κάτω από τα πρόσωπα εκείνα, που παραμορφωμένα επέτρωσεν η αδιάκοπη πλαστοπροσωπία, εμπρός στις σακατεμένες κορμοστασιές που παρέλλαξεν όχι του χρόνου το γοργοτρέξιμο, όχι της αρρώστιας η κρυφή ενέργεια, όχι του καιρού η ξαφνική επιρροή, αλλά το πείσμα, εγυμναζόταν η νεολαία, η ελπίδα και χαρά του χωριού, να είναι άξια. Αν όχι καλύτερη των πατέρων της.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]