Η σαρκική απόλαυση δε ζεσταίνει από μόνη της την καρδιά, ούτε «φιλιώνει» τους συμβαλλόμενους. Την καρδιά ζεσταίνει μονάχα η απόφαση του ζευγαριού να αισθητοποιήσει στα όρια της προσωπικής τους ζωής έναν εναλλακτικό, έκτακτο και αντισυμβατικό τρόπο υπάρξεως, με την προοπτική αυτός ο τρόπος να γίνεται μέρα με τη μέρα πιο περιεκτικός, πιο καθολικός: από τον/την σύζυγο στον πλησίον, από τον πλησίον στην κοινότητα και από την κοινότητα σε ολόκληρη την κτήση. Περιττό να ειπωθεί ότι η «κοινότητα» δεν ταυτίζεται εδώ μ` έναν εξουσιαστικό θεσμό που αξιολογεί την ηθική του ζευγαριού· περισσότερο κατανοείται ως μια ανοιχτή αγκαλιά, που καλεί το ζευγάρι -προγαμιαία ή μεταγαμιαία, αδιάφορο- σ` ένα πληρέστερο εικονισμό της Βασιλείας. Η σχετικοποίηση της τελετουργίας, ως «μονοπωλίου» της χάριτος, δεν πρέπει λοιπόν να μας οδηγεί σε ενθουσιαστικές υπερβολές και να φτάνει ως την απόρριψη της Εκκλησίας εν γένει. Μια τέτοια απόρριψη εθελοτυφλεί απέναντι στον κοινωνιοκεντρικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα της λατρείας, στην παραπεμπτική λειτουργία της εκκλησίας, ως εικόνας των εσχάτων.
Μολονότι ο Θεός μπορεί να «συναντήσει» τον άνθρωπο ακόμα και στην πιο καταθλιπτική του μοναξιά, εντούτοις ο τελευταίος δεν πρέπει να κατανοεί την άκτιστη θεία χάρη σαν ένα περιουσιακό στοιχείο το οποίο οφείλει να διασφαλίσει στο συμβολαιογράφο· η χάρη είναι φυτό που πρέπει να γίνει δέντρο και μετά δάσος, για να αγκαλιάσει ολόκληρο τον κόσμο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]