ΤΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ τις βρήκα, νοτισμένες από μία τροπική μούχλα, μαζί μ` ένα σωρό άχρηστα χαρτιά, έτοιμα για κάψιμο, στο υπόγειο ενός βιβλιοπωλείου, όπου δούλευα κάποτε ως ταξινομητής. Πρόκειται για το ιστορικό των τελευταίων στιγμών ενός που έχει να δώσει λόγο για τις πράξεις του.
Πριν τις παραδώσω σε μορφή βιβλίου στη διάθεση του φιλόμουσου ελληνικού κοινού, θεωρώ υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω και δημόσια, με τις άτεχνες αυτές γραμμές, τον παλαιό νοσοκόμο, και ήδη αξιωματούχο του Στρατού της Σωτηρίας κάποιας ξένης χώρας, Κον Ρεάλον Δελωριέν, για τη βοήθεια που μου έδωσε στη μετάφραση από τα φλαμανδικά, γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένο το χειρόγραφο. Εδώ κι εκεί, όπου το εθεώρησα απαραίτητο, έκανα μερικές ελαφρές διορθώσεις, προσθήκες ή αφαιρέσεις.
Τέλος, σημειώνω ότι μάταια προσπάθησα, χρόνια τώρα, ερχόμενος σε επαφή με κάποια αποικιακή αρχή, και με μία άλλη της βορινής Ευρώπης, μήπως ανακαλύψω το πραγματικό όνομα του συγγραφέα. Κατά τα φαινόμενα, θα μείνει για πάντα άγνωστος. Επιφυλάσσομαι να δημοσιεύσω και άλλα χαρτιά του ίδιου που είναι ακόμη στα συρτάρια μου, αταξινόμητα. (Ο ΕΚΔΟΤΗΣ)
Ο ΗΡΩΑΣ ΤΟΥ ΕΞΩΣΤΗ, για να γλιτώσει, καταφεύγει στην Αφρική. Αλλά, ενώ γλιτώνει από τους εχθρούς του, δεν μπορεί να διαφύγει την τιμωρία από τον κυριότερο κατήγορο: τον εαυτό του. Βλέπει οράματα, περνάει νύχτες και νύχτες αϋπνίας. Η μοναξιά, το κλίμα κ.λπ. τον σκοτώνει, όπως επίσης και οι αναμνήσεις. Τέλος, έπειτα από πολυετή παραμονή στην κόλαση της Αφρικής, δύο εφιαλτικά περιστατικά ανασκαλεύουν και ξεσκεπάζουν ένα παρελθόν που είχε κατορθώσει με τα ψέματα να κρύψει από τον εαυτό του. Η όλη ιστορία τελειώνει με τον ήρωα παίρνοντα την απόφαση ν` αυτοκτονήσει κατά τον εξής τρόπο: Διώχνει τους υπηρέτες του, κόβει κάθε σχέση με τις γνωριμίες του (που έχει στην αποικιακή αυτή πόλη), και αποτραβιέται για πάντα στην έπαυλή του [...], μέσα στην ενδοχώρα της ζούγκλας, αποφασισμένος να πεθάνει από την ασιτία, και από την ασφυξία που θα του εξασφαλίσουν τα διάφορα φυτά της Αφρικής, τα οποία, με τον γιγαντισμό και την επεκτατικότητα που τα διακρίνει, θα φράξουν μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα τις πόρτες, τα παράθυρα, κάθε άλλο άνοιγμα... (Ν. ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ, επιστολή στον Γ. Παυλόπουλο, 3.3.1963)
ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ έχω επιχειρήσει να δώσω την ατμόσφαιρα ενός ξενοδοχείου [...], την τροπική ατμόσφαιρα, την ατμόσφαιρα της πολιορκίας, την ατμόσφαιρα του σπιτιού ενός, στη Γάνδη, και ιδιαίτερα του γραφείου του, που βλέπει προς ένα φθινοπωρινό κήπο, κ.λπ. - όλα κάτω από ένα αμυδρό φως, και ορώμενα πλαγίως κάπως, και όχι κατευθείαν. (Ν. ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ, επιστολή στον Γ. Παυλόπουλο, 2.7.1964)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]