«...Ύστερα από την καταστροφή των Ανωγείων κανείς δεν ήξερε τι θα γίνει. Πόσοι θα γύριζαν πίσω, πότε θα ξαναχτιζότανε το χωριό. Τι πιθανότητες είχε ο γιατρός να αναπτύξει σοβαρή επαγγελματική δραστηριότητα στ` Ανώγεια, ικανή να συντηρήσει την οικογένειά του; Η απάντηση ερχότανε εύκολα. Οι πιθανότητες επαγγελματικής προκοπής στ` Ανώγεια ήσαν μηδαμινές. Αντίθετα, η εγκατάσταση στο Ηράκλειο είχε πολλές προοπτικές. Όπως ήταν ευσυνείδητος και αφοσιωμένος στη δουλειά του, δεν θα αντιμετώπιζε πρόβλημα. Εξάλλου, τα παιδιά χρειαζόντουσαν προσοχή, ειδικά τώρα που είχε σπάσει ο κοινωνικός ιστός (με την εισροή τόσων νέων κατοίκων, κάθε καρυδιάς καρύδι είχε μαζευτεί στο Ηράκλειο) κι έπρεπε κανείς νά` χει τα μάτια του δεκατέσσερα. Τέτοιες σκέψεις κι επιχειρήματα κυριαρχούσαν, κι ο γιατρός προσπαθούσε να αποφασίσει. Η σκέψη του ήταν καθηλωμένη στα ερείπια των Ανωγείων και στους ρακένδυτους Ανωγειανούς, που περιφερόντουσαν στα χωριά του Μυλοπόταμου χωρίς χρήματα, χωρίς έσοδα, χωρίς ιατρική περίθαλψη, με τα παιδιά τους πεινασμένα και τις ελπίδες τους να λιγοστεύουν κάθε μέρα και περισσότερο...».
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]