Με την διήγηση της μοιχαλίδας συνδέεται δέσμη προβλημάτων, που αφορούν τόσο στη γνησιότητά της όσο και στην ερμηνεία της. Η παρούσα εργασία δε στοχεύει να προσθέσει έναν ακόμη λόγο κάποιων ερμηνευτών που, όταν αυτός εξαντλείται στη γνησιότητα της περικοπής, γίνεται συχνά φιλόνικος και ενίοτε άχαρος. Κύριος στόχος της είναι, αφού παραθέσει όσα εισαγωγικά κρίνει αναγκαία, πρώτον να δει, μέσα από τις φειδωλές μαρτυρίες που διαθέτουμε, πώς το φιλάνθρωπο και ελκυστικό αυτό κείμενο, «ο πολύτιμος αυτός μαργαρίτης», αναγνώσθηκε από την εκκλησία και δεύτερον να το προσεγγίσει κι αυτή όχι μόνο με τη χειραγωγία των παλαιών εκκλησιαστικών συγγραφέων αλλά και τη βοήθεια της σύγχρονης ερμηνευτικής. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση εκείνο που μετράει είναι η δυναμική του βιβλικού λόγου και η εν χάριτι δυνατότητα της εκκλησίας να τον προσλαμβάνει διαχρονικά.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]