Ο Νικόλαος Γύζης (1842-1901) θεωρείται, μαζί με τον ομότεχνο φίλο του Νικηφόρο Λύτρα (1832-1904), από τους βασικότερους εκπροσώπους της λεγόμενης Σχολής του Μονάχου. Το 1876, την εποχή δηλαδή που τα ακαδημαϊκά ήθη στο Παρίσι τάραζε η δεύτερη ομαδική έκθεση των Ιμπρεσιονιστών, εκείνος βρισκόταν εκεί. Ωστόσο, ακριβώς όπως κι ο Λύτρας, γύρισε την πλάτη στον ιμπρεσιονισμό και επέστρεψε στο Μόναχο προκειμένου να αναζητήσει το πολύ προσωπικό του αισθητικό όραμα.
Η ηθογραφική του παραγωγή, συγγενής εν πολλοίς με εκείνη του Λύτρα, διαφέρει από αυτήν στον αφηγηματικό παλμό, αλλά επίσης μακράν διαφέρει από τον γενικότερο συρμό της εποχής. Η δική του ηθογραφία γίνεται φανερό ότι είναι προϊόν μιας βασανιστικής πνευματικής διαδικασίας: ο Γύζης, με το αθωότερο των βλεμμάτων, ανακαλύπτει τον κόσμο από την αρχή. Συγκεντρώνεται με πρωτοφανή ζεστασιά στις λεπτομέρειες των πραγμάτων και αφηγείται το θέμα του με παραδειγματική ευαισθησία -θα τολμούσε κανείς να πει: σχεδόν με πόνο. Επειδή προσεγγίζει το ανέγγιχτο του θαύματος της ζωής με φιλοσοφικό θαυμασμό και απορία. Δι` αυτής της διαδικασίας η ηθογραφία του αποκτά, τόσο στις επιμέρους λεπτομέρειες των πινάκων του όσο και στα σύνολα, μια ακριβή συμβολική αξία που υπερβαίνει τη σύγχρονή του συγκυρία.
Από εδώ ο Γύζης πέρασε, υπό την επίδραση του ευρωπαϊκού Συμβολισμού -και δη της γερμανικής εκδοχής του γραφιστικού Jugendstil-, στο δικό του προσωπικό, ονειρικό κόσμο των αλληγοριών και του ιδεαλισμού. Δεν είναι τυχαίο. Η ματιά του στον κόσμο στην ουσία υπήρξε πάντοτε η ίδια. Μια ματιά καλλιεργημένη από την ιδέα της ωραιοποιημένης ελληνικότητας που προωθούσε ο γερμανικός ρομαντισμός και έτρεφε σταθερά η νοσταλγία του ίδιου για την πατρίδα. Στα ιδεαλιστικά έργα του, κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα του, ο ώριμος Γύζης παραπέμπει σε ένα σύμπαν που δεν είναι του κόσμου τούτου: το κατοικούν μυστηριώδεις γυναικείες μορφές, το κατοικεί η αχλύ μιας ενόρασης κάποτε αγγελικής κάποτε δαιμονικής.
Αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης που δοκίμασε όλα τα ζωγραφικά θέματα, που γνώρισε φήμη και θεσμικές απολαβές στη Γερμανία -αποτελεί συστατικό κομμάτι της καλλιτεχνικής της παραγωγής τον 19ο αιώνα- υπήρξε το πρότυπο για πολλούς έλληνες ζωγράφους του 20ού αιώνα, με πρώτον και καλύτερον τον Παρθένη.
Σήμερα, που είμαστε σε θέση να ξαναδιαβάσουμε το σημαντικότατο έργο του δίχως τις ιδεολογικές πιέσεις του παρελθόντος, μπορούμε να απολαύσουμε τα στοιχεία εκείνα που παραμένουν ανεξάντλητα στο χρόνο -όπως για παράδειγμα το αγγελικό και δαιμονικό του φως...
(από τον πρόλογο του Άρη Μαραγκόπουλου)