Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και στη βυζαντινή περίοδο, ένα κράμα από ομηρικές ιδέες, την αστρική θρησκεία, τις ορφικές, πυθαγόρειες και πλατωνικές θεωρίες, τα μαθηματικά των Αιγυπτίων, των Χαλδαίων και των Φοινίκων, τον αποκρυφισμό και άλλες δοξασίες της μαγικής παράδοσης, συμπλήρωσε τη μυστικιστική φιλοσοφία, βάσει της οποίας είχαν αποδοθεί μυστηριακές δυνάμεις σε ζώα φυτά και άψυχα αντικείμενα. Η ανάμειξη όλων αυτών των θεωριών οδήγησε σε μια άκρατη δαιμονολογία και κυοφόρησε μια μαγική μέθοδο προσέγγισης και επηρεασμού του ουράνιου βασιλείου με υλικά μέσα, που ονομάστηκε θεουργία. Ήταν μια τελετουργική μαγεία που είχε ως σκοπό την επίκληση των υπερφυσικών δυνάμεων με τελεστικά όργανα (υλικές τελετές), για να τις ενσαρκώσει σε κάποιο φυσικό σώμα ή αντικείμενο (άνθρωπο - medium ή φυλακτά, πυρσούς, καθρέπτες κ.τ.λ.) και να τις κρατήσει στην υπηρεσία του ανθρώπου με υψηλότερο στόχο τον καθαρμό τςη ψυχής του. Η επιτυχία των θεουργικών τελετών δεν βασιζόταν στους θεούς αλλά στους δαίμονες. Κοινή πεποίθηση έγινε ότι οι άνθρωποι που γνώριζαν να αιχμαλωτίζουν με διάφορες προσφορές και τελετές τους δαίμονες, δεινούς στη γοητεία των θεών και τη γνώση των φαρμάκων, μπορούσαν, μέσω αυτών, να μαθαίνουν τα μέλλοντα, να μαγεύουν τους θεούς και να αποκτούν τις θεϊκές δυνάμεις ώστε να επιτυγχάνουν θαύματα, θαυματουργικές θεραπείες έως και νεκραναστάσεις.
Η τυφλή πίστη των ανθρώπων σε χρησμούς, οράματα, τελετουργικές μυστηριακές λατρείες και μάγους οδήγησε στη δημιουργία του τύπου των θαυματουργών προφητών, που ανυψώθηκαν στο επίπεδο του θεού. Οι εκπρόσωποι αυτής της τάσης, νεοπυθαγόρειοι και οι διάδοχοί τους νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι, και άλλοι που υιοθέτησαν πλήρως τη νέα (υποτιθέμενη) φιλοσοφική τάση και έγιναν θαυματοποιοί - ιερείς - θεόπνευστοι προφήτες, σαμάνες και θαυματουργοί γιατροί, ανέπτυσσαν ταυτόχρονα τη θεουργία ως απόκρυφη επιστήμη αναμιγνύοντας θρησκευτικές, αστρολογικές και φιλοσοφικές ιδέες.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]