`Πραγματική απογοήτευση! Τα πάντα είναι σχηματικά!` Η πρώτη ατομική έκθεση του Μπαλτύς (στην γκαλερί Pierre, στο Παρίσι) πρέπει να προκάλεσε πραγματικό σοκ στους επισκέπτες της. Το 1934, η Αφηρημένη τέχνη και ο Σουρεαλισμός είχαν φτάσει στο αποκορύφωμά τους και, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η απόπειρα του Μπαλτύς να `ενσαρκώσει τη ζωγραφική` (σύμφωνα με τον ποιητή Πιέρ-Ζαν Ζουβ), τον κατέστησε εξαρχής περιθωριακή φιγούρα. Στα 26 του χρόνια, ο Μπαλτύς πήγαινε αντίθετα στο ρεύμα. Η τέχνη του βασιζόταν με τρόπο εύγλωττο εξίσου στη φαντασία και σ` ένα είδος ρεαλισμού ανάμεσα στη ζωγραφική της Αναγέννησης, και ειδικότερα του 15ου αιώνα, και τον Κλασικισμό της πιο ακραίας μορφής. Ο Αντονέν Αρτώ, σε κείμενό του που δημοσιεύτηκε στη Nouvelle Revue Francaise τον Μάιο του 1934, υπερασπιζόταν το `ανορθόδοξο` για την εποχή εκείνη εγχείρημα του Μπαλτύς, γράφοντας: `Η ζωγραφική, απ` ό,τι φαίνεται, βαρέθηκε να απεικονίζει τέρατα και εξαμβλώματα. Θέλει να επιστρέφει σ` ένα είδος οργανικού ρεαλισμού, ο οποίος, αντί να περιφρονεί την ποίηση, τα θαύματα και τους μύθους, αντλεί περισσότερο από ποτέ έμπνευση απ` όλα αυτά. Πλέον όμως, κατέχει και τα απαραίτητα μέσα έκφρασης. Γιατί ασφαλώς είναι αρκετά εύκολο να πειραματίζεται κανείς με ατελείς ή εξελισσόμενες φόρμες για να δημιουργήσει το αναπάντεχο, το ασυνήθιστο, το θαυμαστό. Θα έπρεπε να ζωγραφίζονται υπαρκτά πράγματα, και όχι μορφότυπα· θα έπρεπε επίσης να μην μπαίνει το έργο της φύσης στο μικροσκόπιο απλώς και μόνο για να προκύψει κάτι το ασυνάρτητο. Ο ζωγράφος που έχει εμπιστοσύνη στα μέσα του και τις ικανότητές του, προβάλλει ηθελημένα τον έξω κόσμο, κατέχει τα αντικείμενα, τα σώματα και τις φόρμες που υπάρχουν εκεί, πειραματίζεται με αυτά. [...]