Η μελέτη πραγματεύεται την παθολογία του θεσμού της υιοθεσίας, την οποία ερευνά σε συνάρτηση με τη νομική της φύση.
Ο προσδιορισμός των ιδιαίτερων μορφών ελαττωματικότητας, που μπορεί να εμφανίσει η υιοθετική σχέση και η αναζήτηση των τρόπων αντιμετωπίσεώς τους βασίζεται στη συστηματική ερμηνεία του εξαιρετικού δικαίου της υιοθεσίας, όπως αυτό αναμορφώθηκε με το ν. 2447/96, ενώ παράλληλα λαμβάνεται υπόψη και η γενικότερη και σχετική με το θέμα ρύθμιση του αστικού κώδικα, ώστε η άντληση των ερμηνευτικών πορισμάτων να συμφωνεί με το όλο "σύστημα" του ιδιωτικού δικαίου.
Στο πρώτο μέρος ερευνάται η νομική φύση της υιοθεσίας με βάση την ιστορική και συγκριτική μέθοδο, σε συνδυασμό και με συστηματικά-τελολογικά κριτήρια, που επιτρέπουν την αναγωγή των πορισμάτων στην τελολογία του ν. 2447/96.
Εν συνεχεία εξετάζεται η νομική φύση ειδικά της υιοθετικής συναινέσεως ως διαδικαστικής πράξεως και παράλληλα ως νομικής πράξεως του ουσιαστικού δικαίου και θεμελιώνεται η λειτουργία της στο χώρο, τόσο του δικονομικού, όσο και του ουσιαστικού δικαίου αντίστοιχα.
Στο τρίτο και τέταρτο μέρος ακολουθεί η έρευνα των παθολογικών μορφών της υιοθετικής συναινέσεως, καθώς και η αναζήτηση των μορφών ελαττωματικότητας της δικαστικής αποφάσεως, που κηρύσσει την υιοθεσία, σε συνδυασμό με τον προσδιορισμό της έννοιας του "σφάλματος" της αποφάσεως και της γενικότερης λειτουργίας της στο πλαίσιο της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η μελέτη ολοκληρώνεται με τη συστηματική-τελολογική ερμηνεία της ρυθμίσεως του άρθρου 1569 ΑΚ, που εισήγαγε ο ν. 2447/96, τη διερεύνηση των επιτρεπτών ενδίκων μέσων και βοηθημάτων, που οδηγούν στην ανατροπή της ελαττωματικής υιοθετικής σχέσεως και την ανάλυση των προϋποθέσεων και των αποτελεσμάτων της ασκήσεώς τους.