Με τον Μιχάλη Κακογιάννη ο Ελληνικός κινηματογράφος περνάει από την περίοδο του ερασιτεχνισμού και της κοινοτυπίας, της εικονογραφίας θεατρικών, στην πλειοψηφία τους, έργων και τον πρωτογονισμό της `φουστανέλλας`, στην ενηλικίωσή του.
Ο δρόμος της εγχώριας κινηματογραφίας προς την ωριμότητα ήταν ένας δρόμος επίμονος και δύσκολος. Ο κινηματογράφος ήταν εξόριστος από την κοινότητα του νεοελληνικού πολιτισμού, και τον αντιμετώπιζαν ως μια τέχνη ευτελή, χωρίς φιλοδοξίες, φτωχό συγγενή των μύθων που κυριαρχούσαν στο ελληνικό θέατρο.
Η ελληνική κινηματογραφία εντάχθηκε στο νεοελληνικό πολιτισμό από τον Κακογιάννη και τον Κούνδουρο, δύο κινηματογραφιστές που εργάστηκαν από δύο φαινομενικά αντίθετους δρόμους. Υπάρχει από την μια πλευρά ο πολιτικός, ριζοσπαστικός, ποιητικός κινηματογράφος του Κούνδουρου και από την άλλη η νεωτερική, αστική ηθογραφία του Κακογιάννη.
Στις πρώτες ακριβώς ταινίες του, ο Κακογιάννης, με την στερεότητα μιας παιδείας με πηγές από το εγγλέζικο θέατρο και τον ιταλικό κινηματογραφικό νεορεαλισμό, δημιουργεί έργα σπάνιας ισορροπίας ανάμεσα στο μελόδραμα και τη λαϊκή τραγωδία, όπως το `Κυριακάτικο Ξύπνημα` και το `Κορίτσι με τα μαύρα`. Και στηρίζεται στην ευγένεια και την επάρκεια της μεγάλης Έλλης Λαμπέτη.
Η `Στέλλα` είναι μια από τις πιο μυθικές ταινίες του ελληνικού σινεμά, εκεί όπου ανακαλύπτεται και αναδεικνύεται το πρωτογενές ήθος του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού, στον, μέχρι τότε, αγνοημένο και δυσφημισμένο κόσμο της ταπεινής γειτονιάς. Με ανεπανάληπτα υλικά τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και την ερωτική, βλάσφημη και απέραντα τρυφερή Μελίνα Μερκούρη, ο Κακογιάννης δημιουργεί το πορτρέτο μιας γυναίκας, που στην ουσία του είναι το περήφανο, ατίθασο, χειραφετημένο πρόσωπο της Ελλάδας. Αυτό ακριβώς το πρόσωπο, που αποκηρύσσει τη μιζέρια και την ήττα αναζητάει ο κινηματογραφιστής Μιχάλης Κακογιάννης και στον `Αλέξη Ζορμπά`. Τον επικουρεί εδώ η εκρηκτική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.
Ο Κακογιάννης, από τους δρόμους του λαϊκού δράματος, θα συναντήσει την αρχετυπικά ανθρωποκεντρική και δραματικά σύγχρονη δύναμη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Οι προτάσεις του στη μεταφορά αρχαίου δράματος στο σινεμά, από την `Ηλέκτρα` ως την `Ιφιγένεια` διαθέτουν συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Συνέπεια για τη σεμνή και ανανεωτική ταυτόχρονα προσέγγιση ενός είδους που οι αιώνες αποδεικνύουν την αντοχή του· και αποτελεσματικότητα γιατί τόλμησε να απαλλάξει αυτό το είδος από τη μουσειακή, συντηρητική του ανάγνωση και να το εγγράψει στην πιο μαζική τέχνη της εποχής, τον κινηματογράφο.
Κακογιάννης είχε και το προνόμιο να καθοδηγεί μερικούς από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς: τη Λαμπέτη, τη Μερκούρη, τη Χέμπορν και την Παπά, τον Χορν, τον Καζάκο, τον Μπαίητς και τον Κουήν. Κατεξοχήν σκηνοθέτης ηθοποιών, προδρομικός δημιουργός για τον ελληνικό κινηματογράφο, τιμάται από το κινηματογραφικό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με μια αναφορά σε όλο το έργο του. Είναι αφορμή να στοχαστούμε πάλι για την πορεία όσων, σε καιρούς που τίποτα δεν ήταν δεδομένο, αυτονόητο και εύκολο, εργάστηκαν με φαντασία, αρετή και τόλμη.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]