Ο Μιχαήλ Άγγελος Μπουοναρότι υπήρξε ο μεγαλύτερος δημιουργός του καιρού του, ίσως και ολόκληρης της Αναγέννησης. Από την πρώτη του νεότητα μέχρι το θάνατό του, σε βαθιά γηρατειά, πέρασε τη ζωή του παλεύοντας με τον εαυτό του, τα ένστικτα και τις επιθυμίες του, γυρεύοντας να συμφιλιωθεί με το Θεό του. Παράφορος, φλογισμένος, δύστροπος, ασυμβίβαστος, μονήρης, εκστατικός και ανέραστος, ήταν το γέννημα ακραίων και τραγικών αντιφάσεων, που τον σπάραξαν ως το τέλος. Σαν «μανιασμένος χείμαρρος που ταυτόχρονα γονιμοποιεί και ερημώνει», έγραψε γι’ αυτόν ο Χάινριχ Βόλφλιν. Όσα έφτιαξε με τα χέρια του λογαριάζονταν ακατόρθωτα μέχρι αυτόν και μάλλον παραμένουν ακατάληπτα ως τις μέρες μας. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του μαρμαρογλύπτη· κι όμως αυτός ήταν ο αρχιτέκτονας του Αγίου Πέτρου της Ρώμης. Κι όσα ζωγράφισε στην οροφή και τον τοίχο της Καπέλα Σιξτίνα έχουν σφραγίσει το δυτικό πολιτισμό. Έφτιαξε ένα απόλυτα προσωπικό τρομακτικό κόσμο και τον προσάρμοσε στο τραγικό σχήμα - ύβρις - κάθαρση. Υπό την έννοια αυτή, ολόκληρο το έργο του είναι η μεγάλη τραγωδία του αναγεννημένου ανθρώπου. Με το πέρασμα των αιώνων τα χνάρια του Μιχαήλ Αγγέλου ίσως να αποτελούν ένα χάρτη επιβίωσης. Ο τραγικός Θεός αφανίζεται, ο καταραμένος άνθρωπος εκπίπτει - μα μια Μητέρα που θα αγαπά μέχρι το τέλος του χρόνου θα ξαναστήνει ορθό το νεκρό σώμα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]