Ο Γκυ ντε Μωπασσάν γεννήθηκε στη Νορμανδία το 1850, σ` έναν πύργο κοντά στη Διέππη. Τα παιδικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από τις κακές σχέσεις των γονιών του, οι οποίοι χώρισαν όταν ήταν δώδεκα χρονών. Έκτοτε ο Γκυ (και ο αδελφός του) έμεινε με τη μητέρα του, στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία, ενώ αντιπαθούσε πολύ τον πατέρα του.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο σπίτι, από τον εφημέριο της ενορίας του. Δεκατριών ετών μπήκε σε μια αυστηρή εκκλησιαστική σχολή στο Υβετό, από την οποία τον απέβαλαν το 1868 λόγω της ατίθασης συμπεριφοράς του. Συνέχισε τις σπουδές του σ` ένα λύκειο της Χάβρης και μετά στη Νομική Σχολή του Παρισιού. Το 1870 ξέσπασε ο γαλλο-γερμανικός πόλεμος και ο Μωπασσάν κατετάγη εθελοντικά στο στρατό. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, συνέχισε τις σπουδές του. Παράλληλα υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος, πρώτα στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και αργότερα στο Υπουργείο Παιδείας. Η περίοδος αυτή, ως το 1880, οπότε και παραιτήθηκε από το Δημόσιο, υπήρξε η πιο ευτυχισμένη στη ζωή του: την πλήξη του γραφείου την αντιστάθμιζε με κωπηλασίες στον Σηκουάνα, γλέντια με πλουσιόπαιδα και `εύκολες` κοπέλες.
Η γνωριμία του με τον Γκυστάβ Φλωμπέρ και η φιλία που αναπτύχθηκε ανάμεσά τους υπήρξε καθοριστική για τη ζωή και τη λογοτεχνική εξέλιξη του Μωπασσάν. Χάρη στον Φλωμπέρ, ο οποίος τον καθοδήγησε και τον ενεθάρρυνε στα πρώτα του βήματα, ο Μωπασσάν γνώρισε μεγάλους συγγραφείς και κριτικούς της εποχής του, όπως τον Ζολά, τον Εντμόν ντε Γκονκούρ, τον Χένρυ Τζαίημς, τον Ντοντέ χαι τον Τουργκένιεφ. Το πρώτο του διήγημα, `La Boule de Suif` (`Η Παχουλή`), το δημοσίευσε το 1880, σ` έναν συλλογικό τόμο με τίτλο Οι Εσπερίδες του Μεντάν. Γνωρίζοντας αμέσως μεγάλη επιτυχία, αποφάσισε να παραιτηθεί από το Δημόσιο και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία, μόνος πια, χωρίς τη συμπαράσταση του `πνευματικού του πατέρα`: ο Φλωμπέρ πέθανε ένα μήνα μετά τη δημοσίευση της `Παχουλής`.
Μέσα στη δεκαετία 1880-90 δημοσίευσε πέντε μυθιστορήματα, πάνω από τριακόσια διηγήματα, δύο θεατρικά έργα, μια ποιητική συλλογή, τρία βιβλία με ταξιδιωτικές εντυπώσεις, καθώς και πολλά δοκίμια και άρθρα.
Η οικονομική άνεση που του εξασφάλισε η επιτυχία των έργων του, του επέτρεψε να κάνει μια πλούσια, αλλά και πολύ έκλυτη ζωή. Οι καταχρήσεις επιδείνωσαν ραγδαία την υγεία του, που ήταν ήθη κλονισμένη: στα είκοσι χρόνια του είχε προσβληθεί από σύφιλη. Υπέφερε επίσης, όπως και η μητέρα του και ο αδελφός του, από παραισθήσεις. Ο νευρικός κλονισμός τον οδήγησε στα πρόθυρα της τρέλας, και την Πρωτοχρονιά του 1892 αποπειράθηκε ν` αυτοκτονήσει. Πέθανε σε μια ιδιωτική κλινική, από γενική παράλυση, στις 6 Ιούλιου του 1893.
Ο Μωπασσάν χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους καλύτερους κλασικούς διηγηματογράφους. Τα θέματά του είναι εμπνευσμένα από τον πόλεμο, από την καθημερινή ζωή στην πρωτεύουσα και την ύπαιθρο, καθώς και, από τη νοοτροπία των διαφόρων κοινωνικών τάξεων. Περιγράφει διαλυμένες οικογένειες, άτυχους έρωτες κυνικών ή υπερευαίσθητων γυναικών, βίαιων ή ανίσχυρων ανδρών. Για τον Μωπασσάν, ο άνθρωπος δεν μπορεί να εξουσιάσει τη ζωή, που δεν έχει ούτε σκοπό ούτε νόημα. Ο έρωτας, παγίδα του γενετήσιου ενστίκτου, δεν ξεπερνά τον αισθησιασμό.
Από τις συλλογές διηγημάτων του, οι πιο αξιόλογες είναι: `Το `σπίτι` Τελλιέ` (La Maison Tellier, 1881), `Η δεσποινίς Φιφί` (Mademoiselle Fifi, 1882), `Το στολίδι` (La Parure 1884) και `Υβέτ` (Yvette 1885). Τα μυθιστορήματά του είναι: `Μια ζωή` (Une vie 1883), `Ο φιλαράκος` (Bel-Ami, 1885), `Πιέρ και Ζαν` ( 1888), `Δυνατός σαν το θάνατο` (Fort comme la mort, 1889) και `Η καρδιά μας` (Notre coeur, 1890).
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]