Από την αρχή ως το τέλος του έργου κυριαρχεί το μεγάλο ερώτημα πού απασχολεί το παράλογο από τότε πού πρωτουπήρξε: "Ποιος είμαι;", και καταλήγει στο δραματικό: "Γιατί υπάρχω;". Υπάρχει ένας τραγικός τόνος στην αναζήτηση των δύο ηρώων του Στόππαρντ. Όμως, τραγικό είναι μόνο το ντύμα, γιατί ο Ρόζενκραντς και ο Γκίλντενστερν δε συμμετέχουν ψυχικά στην αγωνία πού πρέπει να νιώθει ο καθείς πού ψάχνει ποιος είναι.
Ο Στόππαρντ καταφέρνει να μας θέσει ερωτήματα αδυσώπητα και βασανιστικά, χρησιμοποιώντας το στόμα δύο χαρακτήρων θεωρητικών, ανανθρώπινων, πού η πλατωνική τελική τους απάθεια, αποτελεί την πεμπτουσία του στοιχείου του παράλογου μέσα στο έργο. Λες καί δεν υπήρχαν από την αρχή, οι δύο ήρωές μας ανακαλύπτουν πώς δεν έχουν καμιά υπόσταση, καμιά αιτία ύπαρξης έξω από τη σκιά του Άμλετ. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε πώς αυτοί οι δύο, είναι το ζευγάρι των αυλικών πού χρησιμοποιεί ο βασιλιάς Κλαύδιος για να βολιδοσκοπήσει τα σχέδια του Άμλετ, στο έργο του Σαίξπηρ. Εκεί έχουν δύο πρόσωπα. Εδώ δεν έχουν κανένα. Αφού καταλήξουν στο συμπέρασμα αυτό, διαπιστώνουν πώς δεν τους μένει άλλη εκλογή από το θάνατο, δηλαδή την ανυπαρξία, στην οποία όμως περνούν ήσυχα κι απλά, αφού στην ουσία ποτέ δεν είχαν υπάρξει. Πίσω από τον Ρόζενκραντς και τον Γκίλντενστερν, όμως, βρίσκεται ο σύγχρονος άνθρωπος, αυτός πού έχει περίσσια την αγωνία να ανακαλύψει ποιος και γιατί "είναι". Και εδώ είναι πού μπαίνει το ερώτημα: θα φτάσουμε στην ανυπαρξία με το ίδιο μας το χέρι, όπως ο Μερσώ του "Ξένου"; Ή μήπως η ανυπαρξία μας αυτή είναι η αντικειμενική κατάσταση, στην οποία δεν μπορούμε να αντιδράσουμε, και από την οποία δεν μπορούμε να βγούμε; [. . .]