Στην επιστήμη της κοινωνιολογίας ο τεχνικός τρόπος αντιμετώπισης των κοινωνικών φαινόμενων απασχόλησε και απασχολεί τους ειδικούς επιστήμονες, τόσο που ο Bottomore θεωρεί ότι ένας κλάδος θεωρείται τόσο περισσότερο επιστημονικός, όσο επιστημονική είναι η μέθοδος για τη συγκέντρωση στοιχείων και οι προθέσεις του.
Ο κλάδος της αγροτικής κοινωνιολογίας απαιτεί τεχνική αρτιότητα και πληρότητα, γιατί δεν προσπαθεί να μελετήσει μόνο φαινόμενα και καθημερινά κοινωνικά γεγονότα, ούτε μόνο τη συμπεριφορά των ατόμων στον αγροτικό χώρο, αλλά συχνά επιθυμεί να κατανοήσει τις πραγματικές αιτίες των κοινωνικών φαινόμενων που κρύβονται πίσω από τη συμπεριφορά των ατόμων, τις στάσεις τους, τις αξίες, τις πεποιθήσεις, τα ενδιαφέροντα κ.λπ. Τα γνωρίσματα αυτά σπάνια ή δύσκολα ανακαλύπτονται, ενώ πολύ συχνά η ακρίβεια και η πιστότητά τους αμφισβητούνται.
Οι μέθοδοι και οι τεχνικές για τη διεξαγωγή αγροτοκοινωνιολογικής έρευνας είναι ανάλογες με αυτές που χρησιμοποιούνται στις κοινωνικές επιστήμες γενικότερα, κατάλληλα προσαρμοσμένες στον κλάδο της αγροτικής κοινωνιολογίας.
Με τη συγγραφή του παρόντος βιβλίου πρόθεσή μου είναι να δώσω ένα σύγγραμμα εύληπτο καταρχήν για τους φοιτητές Γεωπονίας προπτυχιακής και μεταπτυχιακής Κατεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας, αλλά και να βοηθήσει κοινωνικούς ερευνητές που ερευνούν το χώρο της κοινωνίας γενικότερα και της αγροτικής κοινωνίας ειδικότερα να εξοικειωθούν με τις τεχνικές έρευνας στον τομέα που εξειδικεύονται. Δεν προτίθεται να περιλάβει όλες τις ερευνητικές στρατηγικές, ούτε και κατ` ανάγκη βλέπεται ως όργανο έτοιμο να εφαρμοστεί από όλα τα άτομα που επιζητούν εύκολες και γρήγορες λύσεις στα δικά τους ερευνητικά προβλήματα. Ωστόσο, καλύπτει βασικές στρατηγικές-κλειδιά και υποδεικνύει τεχνικές με κάθε δυνατή λεπτομέρεια, στα πλαίσια ενός επιστημονικά διατυπωμένου και συνάμα κατανοητού συγγράμματος. Σημασία έχει για τον ερευνητή να θεωρήσει ότι η ερευνητική διαδικασία δεν είναι τόσο απλή, ακόμη και για τα φαινομενικά εύκολα ερευνητικά προβλήματα. Τα προβλήματα είναι τόσα πολλά που έχει να αντιμετωπίσει ο ερευνητής και ποικιλόμορφες οι αποφάσεις που πρέπει να πάρει για καθεμία από τις φάσεις της ερευνητικής διαδικασίας. Χρειάζεται να δει την όλη ερευνητική διαδικασία ως μια σειρά διαδοχικών δραστηριοτήτων και συνεπώς ως «αλυσίδα με ισοδύναμους κρίκους».
Το πρώτο κεφάλαιο αφορά στον ερευνητικό προβληματισμό, το δεύτερο στην επιλογή και τη διατύπωση του προβλήματος της έρευνας, το τρίτο στις μεταβλητές και τη μέτρησή τους, το τέταρτο στη διατύπωση και τον έλεγχο των υποθέσεων, το πέμπτο στη δειγματοληψία, το έκτο στον ερευνητικό σχεδιασμό, το έβδομο στο πείραμα, το όγδοο στην έρευνα πεδίου, το ένατο στη δειγματοληπτική έρευνα, το δέκατο στην κοινωνιομετρία, το ενδέκατο στη συγκέντρωση δεδομένων από δευτερογενείς πηγές, το δωδέκατο στην οργάνωση δεδομένων και στην καταχώρησή τους στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, το δέκατο τρίτο στην ανάλυση δεδομένων, το δέκατο τέταρτο στην επιλογή των στατιστικών μεθόδων για την ανάλυση δεδομένων δειγματοληπτικής έρευνας και το δέκατο πέμπτο στην παρουσίαση των ερευνητικών αποτελεσμάτων με τη συγγραφή ερευνητικής εργασίας.
Το βιβλίο, εκτός από τα δεκαπέντε μεγάλα κεφάλαια στα οποία διαρθρώνεται, περιλαμβάνει στο τέλος, εκτενή βιβλιογραφία, κυρίως ξενόγλωσση, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί, παράρτημα με υποδείγματα ερωτηματολογίων που έχουν χρησιμοποιηθεί σε έρευνες, καθώς και λεξιλόγιο των σχετικών με τη μεθοδολογία της κοινωνιολογικής έρευνας ελληνικών όρων και γίνεται αντιστοίχησή τους με τους αγγλικούς.