Η Ιωάννα Καρατζαφέρη γράφει στην πρωτομιλημένη γλώσσα, η οποία και την καθορίζει, για τόπους όπου έζησε, για συμπεριφορές και χειρονομίες που παρατήρησε, για διαλόγους που αντάλλαξε η ίδια με τους χαρακτήρες της.
Με τη γλώσσα των χεριών, το δέκατο τέταρτο μυθιστόρημά της, η συγγραφέας αναδεικνύεται, για μια ακόμα φορά, συνθέτις ενός πεντάγραμμου που το ανεβαίνουν και το κατεβαίνουν άνθρωποι σαν αυτούς που είμαστε ή είναι οι άλλοι.
Η χρήση της γλώσσας συχνά δρα σαν λογοπαίγνιο ή σαν υφέρπουσα ειρωνεία, προκαλεί την κρίση του αναγνώστη και του θέτει ένα δίλημμα: το περιεχόμενο του βιβλίου είναι βιωμένο ή γραμμένο «με τη γλώσσα των χεριών»;
Αλλά ακόμα και η γλώσσα των χεριών εκφράζει, πέρα από την άσκηση ιστών, μυών και κυττάρων που καταλήγουν σε αριστοτεχνική δεξιοτεχνία, καταστάσεις, σκέψεις και αισθήματα. «Με τη γλώσσα των χεριών» η συγγραφέας βυθίζει τον αναγνώστη στους δικούς της φόβους, πραγματικούς ή μεταφυσικούς, έτσι ώστε να μην μπορεί να μαντέψει τους κύκλους που μέσα τους στροβιλίζεται μαζί της.
Τα πρόσωπα, αληθινά ή ευρηματικά, είναι το ίδιο ζωντανά ακόμα και όταν σκιαγραφούνται ή ψυχογραφούνται πέρα από τη ζωή.