`Μα την ψυχή μου, δεν θυμούμαι πως και πότε πρωτογνώρισα την Λαίδη Λίγεια, μήτε που ακριβώς. Χρόνοι πολλοί έχουν κυλήσει πια, και η μνήμη εξασθένησε από βάσανα πλήθος. Όμως, μπορεί και να `ναι αδύνατον να ξαναφέρω τα καθέκαστα στον νου μου τώρα, γιατί, αλήθεια, τα χαρίσματα της ακριβής μου, η σπάνια παιδεία, η απαράμιλλη κι όμως γαλήνια καλλονή της, η σαγηνευτική και συναρπαστική ευφράδεια της σιγανής, μελωδικής μιλιάς της, πέρασαν λίγο-λίγο στην καρδιά μου, με βήμα τόσο αθόρυβο και μυστικό, που δεν τα πρόσεξα, μήτε και πρόλαβα να τα γνωρίσω. Πιστεύω πάντως ότι την συνάντησα πρώτη φορά, κι αμέσως έπειτα πολλές, σε κάποια μεγάλη, παλαιή, ξεπεσμένη πόλη κοντά στον Ρήνο. Για την οικογένειά της - το δίχως άλλο θα την άκουσα να μου μιλεί. Και για τις ρίζες της που, δεν χωρεί αμφιβολία, χάνονταν στα βάθη μιας πανάρχαιας εποχής. Ω, Λίγεια, Λίγεια! Θαμμένος καθώς είμαι στις σπουδές αυτές, που η φύση τους τις έχει τάξει να νεκρώνουν, προπαντός, τις εντυπώσεις του έξω κόσμου, μόνο με την γλυκειά ετούτη λέξη -Λίγεια- ξαναβλέπω με τα μάτια της φαντασίας την εικόνα εκείνης που δεν υπάρχει πια. Και τώρα που το γράφω, εντός μου, σαν αστραπή ανάβει η σκέψη, ότι `ποτέ δεν έμαθα` το πατρικό όνομα εκείνης που υπήρξε φίλη και μνηστή μου, εκείνης που έγινε σύντροφος των σπουδών μου, και τέλος της καρδιάς μου η σύζυγος. Να ήταν άραγε ένα χρέος που μου είχε επιβάλει, παίζοντας, η Λίγειά μου; ή μήπως μια δοκιμασία, τίποτε να μη ρωτώ, για ν` αποδείξω πόσο δυνατά την αγαπούσα; να ήταν πάλι ιδιοτροπία δική μου - μια θυσία παράφορη, ρομαντική, στον βωμό της παθολογικής μου αφοσίωσης; Το γεγονός καθεαυτό μόλις και μετά βίας το θυμούμαι - είναι λοιπόν επόμενο να έχω λησμονήσει εντελώς τις συνθήκες που το γέννησαν ή το έθαλψαν`. (...) (Έντγκαρ Άλλαν Πόε)
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]